ῥαφανιδόω

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾰφᾰνῑδόω Medium diacritics: ῥαφανιδόω Low diacritics: ραφανιδόω Capitals: ΡΑΦΑΝΙΔΟΩ
Transliteration A: rhaphanidóō Transliteration B: rhaphanidoō Transliteration C: rafanidoo Beta Code: r(afanido/w

English (LSJ)

thrust a radish up the fundament, a punishment of adulterers in Athens, Ar.Nu.1083, cf. Luc. Peregr.9:—hence ἀποραφανίδωσις, ῥαφανίδωσις, εως, ἡ, Sch.Ar.Pl.168.

German (Pape)

[Seite 835] rettigen, gew. Strafe der Ehebrecher in Athen, denen man den Hintern kahl rupfte, mit warmer Asche einrieb und einen Rettig hineinkeilte; ἢν ῥαφανιδωθῇ, Ar. Nubb. 1066, wo der Schol. zu vgl.

French (Bailly abrégé)

ῥαφανιδῶ :
enfoncer un salsifis dans le fondement (châtiment des adultères, à Athènes).
Étymologie: ῥαφανίς.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾰφᾰνῑδόω: наказывать редькой или редиской, raphano podicem obturare (вид наказания за супружескую неверность) Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰφᾰνῑδόω: ἐμπήγω ῥαφανῖδα (ῥαπάνι) εἰς τὸν πρωκτόν, τιμωρία τῶν μοιχῶν ἐν Ἀθήναις, τί δ’ ἢν ῥαφανιδωθῇ .. τέφρᾳ τε τιλθῇ; Ἀριστοφ. Νεφ. 1083· ῥαφανῖδι τὴν πυγμὴν βεβυσμένος Λουκ. Περεγρ. 9, Boiss. Anecd. 3. 133, 137· ― ἀποραφανίδωσις, εως, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 168. ― Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 162, ἔνθα καὶ πρκμ. ῥεραφανιδωμένος.

Greek Monotonic

ῥᾰφᾰνῑδόω: μπήγω, χώνω ραπανάκι στον πρωκτό, στα οπίσθια, λέγεται για τιμωρία των μοιχών στην αρχ. Αθήνα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ῥᾰφᾰνῑδόω,
to thrust a radish up the fundament, a punishment of adulterers in Athens, Ar. [from ῥᾰφᾰνίς]