βοτρυδόν: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βοτρῡδόν''': ἐπίρρ. ([[βότρυς]]), ὡς [[βότρυς]], κατὰ τὸ [[εἶδος]] βότρυος, ὡς [[σταφυλή]], βοτρυδὸν πέτονται, ἐπὶ μελισσῶν, Ἰλ. Β. 89· τίκτει ὁ [[πολύπους]] ᾠὰ β. Ἀριστ. Ἀποσπ. 315· - [[ὡσαύτως]] βοτρυηδόν, κατὰ τὸ Οὐρβιν. χειρόγρ. ἐν Θεοφρ. Ι. Φ. 3. 16, 4. | |lstext='''βοτρῡδόν''': ἐπίρρ. ([[βότρυς]]), ὡς [[βότρυς]], κατὰ τὸ [[εἶδος]] βότρυος, ὡς [[σταφυλή]], βοτρυδὸν πέτονται, ἐπὶ μελισσῶν, Ἰλ. Β. 89· τίκτει ὁ [[πολύπους]] ᾠὰ β. Ἀριστ. Ἀποσπ. 315· - [[ὡσαύτως]] βοτρυηδόν, κατὰ τὸ Οὐρβιν. χειρόγρ. ἐν Θεοφρ. Ι. Φ. 3. 16, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />par grappe, en forme de grappe.<br />'''Étymologie:''' [[βότρυς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A like a bunch of grapes: in clusters, β. πέτονται, of bees, Il.2.89, cf. Gp.15.2.29, Him.Or.28.1; τίκτει [ὁ πολύπους] ᾠὰ β. Arist.Fr.334, cf. Opp.H.1.550; τὰ ἄνθη πέφυκεν β. Thphr.HP3.16.4: metaph. of a crowd, Luc.Pisc.42.
German (Pape)
[Seite 455] traubenförmig, πέτονται, von den schwarmweis fliegenden Bienen, Il. 2, 89 (ἅπαξ εἰρημ.); von dem Blüthenstande, Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βοτρῡδόν: ἐπίρρ. (βότρυς), ὡς βότρυς, κατὰ τὸ εἶδος βότρυος, ὡς σταφυλή, βοτρυδὸν πέτονται, ἐπὶ μελισσῶν, Ἰλ. Β. 89· τίκτει ὁ πολύπους ᾠὰ β. Ἀριστ. Ἀποσπ. 315· - ὡσαύτως βοτρυηδόν, κατὰ τὸ Οὐρβιν. χειρόγρ. ἐν Θεοφρ. Ι. Φ. 3. 16, 4.
French (Bailly abrégé)
adv.
par grappe, en forme de grappe.
Étymologie: βότρυς.