βοτρυδόν
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
English (LSJ)
Adv. like a bunch of grapes: in clusters, βοτρυδὸν πέτονται, of bees, Il.2.89, cf. Gp.15.2.29, Him.Or.28.1; τίκτει [ὁ πολύπους] ᾠὰ βοτρυδόν Arist.Fr.334, cf. Opp.H.1.550; τὰ ἄνθη πέφυκεν βοτρυδόν Thphr. HP 3.16.4: metaph. of a crowd, Luc.Pisc.42.
Spanish (DGE)
(βοτρῡδόν)
adv. en racimos τὰ δὲ ἄνθη πέφυκεν ... βοτρυδόν Thphr.HP 3.16.4, ὀπώρα τις αὕτη βοτρυδὸν ἐν ταλάρῳ Philostr.Im.1.31.3
•fig. de abejas en enjambre βοτρυδὸν πέτονται Il.2.89, cf. Philostr.VA 3.46, Gp.15.2.29, de los huevos del pulpo τίκτει ᾠὰ βοτρυδόν Arist.Fr.334, cf. Opp.H.1.550, de una multitud, Luc.Pisc.42.
German (Pape)
[Seite 455] traubenförmig, βοτρυδὸν πέτονται, von den schwarmweis fliegenden Bienen, Il. 2, 89 (ἅπαξ εἰρημ.); von dem Blütenstande, Theophr. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
par grappe, en forme de grappe.
Étymologie: βότρυς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοτρυδόν βότρυς adv., in trossen, dicht opeen.
Russian (Dvoretsky)
βοτρῡδόν: adv. в виде гроздьев (μέλισσαι βοτρυδὸν πέτονται Hom.; τίκτει ὁ πολύπους ᾠὰ β. Arst.; ἑσμοῦ δίκην Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
βοτρῡδόν: ἐπίρρ. (βότρυς), ὡς βότρυς, κατὰ τὸ εἶδος βότρυος, ὡς σταφυλή, βοτρυδὸν πέτονται, ἐπὶ μελισσῶν, Ἰλ. Β. 89· τίκτει ὁ πολύπους ᾠὰ β. Ἀριστ. Ἀποσπ. 315· - ὡσαύτως βοτρυηδόν, κατὰ τὸ Οὐρβιν. χειρόγρ. ἐν Θεοφρ. Ι. Φ. 3. 16, 4.
Greek Monolingual
βοτρυδόν και βοτρυηδόν επίρρ. (Α) βότρυς
πυκνά, με αφθονία σαν τις ρόγες του σταφυλιού.
Greek Monotonic
βοτρῡδόν: (βότρυς), επίρρ., όπως ένα τσαμπί από σταφύλια, σε Ομήρ. Ιλ.
English (Autenrieth)
(βότρυς): in clusters; of swarming bees, Il. 2.89†.