ὀκλάξ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀκλάξ''': Ἐπίρρ., = [[ὀκλαδόν]], Ἱππ. 893Β· ὀκλὰξ καθῆσθαι, [[ὀκλάζω]], [[κάθημαι]] μὲ κεκαμμένα τὰ σκέλη, Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 10, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1308, Ἄρατ. 517, Λουκ. Λεξιφ. 11.
|lstext='''ὀκλάξ''': Ἐπίρρ., = [[ὀκλαδόν]], Ἱππ. 893Β· ὀκλὰξ καθῆσθαι, [[ὀκλάζω]], [[κάθημαι]] μὲ κεκαμμένα τὰ σκέλη, Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 10, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1308, Ἄρατ. 517, Λουκ. Λεξιφ. 11.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><i>c.</i> [[ὀκλαδιστί]].<br />'''Étymologie:''' DELG ὀ-, [[κλάω]]².
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκλάξ Medium diacritics: ὀκλάξ Low diacritics: οκλάξ Capitals: ΟΚΛΑΞ
Transliteration A: okláx Transliteration B: oklax Transliteration C: oklaks Beta Code: o)kla/c

English (LSJ)

Adv.,

   A = ὀκλαδόν, Hp.Haem.4 ; ὀ. καθῆσθαι squat down, Pherecr.75, cf. A.R.3.1308, Arat.517 (f.l. for ὀκλάς), Sor.1.61, Gal. UP3.15, Luc.Lex.11.

German (Pape)

[Seite 315] = ὀκλαδόν; παρακαθήμενος, Luc. Lex. 11; auch ὀκλάς, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκλάξ: Ἐπίρρ., = ὀκλαδόν, Ἱππ. 893Β· ὀκλὰξ καθῆσθαι, ὀκλάζω, κάθημαι μὲ κεκαμμένα τὰ σκέλη, Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 10, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1308, Ἄρατ. 517, Λουκ. Λεξιφ. 11.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. ὀκλαδιστί.
Étymologie: DELG ὀ-, κλάω².