ἰοειδής: Difference between revisions
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰοειδής''': -ές, (ἴον) [[ὅμοιος]] πρὸς τὸ [[ἄνθος]] ἴον (ἴδε ἴον IV), [[πορφυροῦς]], παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἰοειδέα πόντον, [[εἴτε]] ἐν γαλήνῃ, Ἰλ. Λ. 298, Ὀδ. Ε. 56, κτλ.· [[εἴτε]] ἐν τρικυμίᾳ, Ὀδ. Λ. 107, πρβλ. Ἡσ. Θ. 844· [[κρήνη]] ὁ αὐτ. 3· [[ὕδωρ]] Θεόκρ. 16. 62 ([[ἔνθα]] ὁ Meineke διαειδέϊ, διαφανεῖ)· ― μεταφ., [[λοιγός]], [[κέντρον]] Νικ. Θηρ. 243, 886. ΙΙ. [[ὅμοιος]] πρὸς ἴον κατὰ τὴν εὐωδίαν, [[εὐώδης]], [[εὔοσμος]], κυκλαμὶς Ὀρφ. Ἀργ. 920. | |lstext='''ἰοειδής''': -ές, (ἴον) [[ὅμοιος]] πρὸς τὸ [[ἄνθος]] ἴον (ἴδε ἴον IV), [[πορφυροῦς]], παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἰοειδέα πόντον, [[εἴτε]] ἐν γαλήνῃ, Ἰλ. Λ. 298, Ὀδ. Ε. 56, κτλ.· [[εἴτε]] ἐν τρικυμίᾳ, Ὀδ. Λ. 107, πρβλ. Ἡσ. Θ. 844· [[κρήνη]] ὁ αὐτ. 3· [[ὕδωρ]] Θεόκρ. 16. 62 ([[ἔνθα]] ὁ Meineke διαειδέϊ, διαφανεῖ)· ― μεταφ., [[λοιγός]], [[κέντρον]] Νικ. Θηρ. 243, 886. ΙΙ. [[ὅμοιος]] πρὸς ἴον κατὰ τὴν εὐωδίαν, [[εὐώδης]], [[εὔοσμος]], κυκλαμὶς Ὀρφ. Ἀργ. 920. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ής, ές :<br />tirant sur le violet, aux reflets violets, sombre.<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]], [[εἶδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], ές, (ἴον)
A like the flower ἴον 1, purple, in Hom. always of the sea, ἰοειδέα πόντον, whether calm or stormy, Il.11.298, Od.5.56, 11.107, Hes.Th.844; κρήνη ib.3. II (ἰός B) poisonous, κέντρον Nic.Th.886; λοιγός ib.243. [Nic. makes ῐ short, as conversely he has ῑάσι from ἴον (q.v.).]
German (Pape)
[Seite 1255] ές, veilchen-, dunkelfarbig; das Meer, sowohl das ruhige, Il. 11, 298 Od. 5, 56, als das sturmbewegte, 11, 107, κρήνη Hes. Th. 3; ὕδωρ Theocr. 16, 62; – giftig, λοιγός Nic. Th. 243; κέντρον 886. Vgl. ἰώδης.
Greek (Liddell-Scott)
ἰοειδής: -ές, (ἴον) ὅμοιος πρὸς τὸ ἄνθος ἴον (ἴδε ἴον IV), πορφυροῦς, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἰοειδέα πόντον, εἴτε ἐν γαλήνῃ, Ἰλ. Λ. 298, Ὀδ. Ε. 56, κτλ.· εἴτε ἐν τρικυμίᾳ, Ὀδ. Λ. 107, πρβλ. Ἡσ. Θ. 844· κρήνη ὁ αὐτ. 3· ὕδωρ Θεόκρ. 16. 62 (ἔνθα ὁ Meineke διαειδέϊ, διαφανεῖ)· ― μεταφ., λοιγός, κέντρον Νικ. Θηρ. 243, 886. ΙΙ. ὅμοιος πρὸς ἴον κατὰ τὴν εὐωδίαν, εὐώδης, εὔοσμος, κυκλαμὶς Ὀρφ. Ἀργ. 920.
French (Bailly abrégé)
1ής, ές :
tirant sur le violet, aux reflets violets, sombre.
Étymologie: ἴον, εἶδος.