δεκαετής: Difference between revisions
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δεκαετής''': -ές, ἢ -έτης, ες, ὁ [[δέκα]] ἐτῶν ἡλικίᾳν ἔχων, Ἡρόδ. 1. 114, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 947. ΙΙ. ὁ ἐκ [[δέκα]] ἐτῶν συγκείμενος ἢ ἐπὶ [[δέκα]] ἔτη διαρκῶν, [[πόλεμος]] Θουκ. 5. 25, 26· ἱερεὺς δ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3847m· Πρβλ. [[δεκέτης]].- Τινὲς τῶν Γραμμ. διέκρινον μεταξὺ δεκαετὴς (ἐπὶ ἡλικίας), καὶ δεκαέτης (ἐπὶ διαρκείας), καὶ [[οὕτως]] ἐν τοῖς [[διετής]], -έτης, [[δωδεκαετής]], -έτης, κτλ., [[Πολυδ]]. Α', 54· ἀλλ' ἕτεροι γραμμ. λέγουσιν ἄλλα, καὶ οὐδὲν ὡρισμένον δύναται νὰ βεβαιωθῇ· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 406 κἑξ., Chandler Gr. Accents § 703. | |lstext='''δεκαετής''': -ές, ἢ -έτης, ες, ὁ [[δέκα]] ἐτῶν ἡλικίᾳν ἔχων, Ἡρόδ. 1. 114, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 947. ΙΙ. ὁ ἐκ [[δέκα]] ἐτῶν συγκείμενος ἢ ἐπὶ [[δέκα]] ἔτη διαρκῶν, [[πόλεμος]] Θουκ. 5. 25, 26· ἱερεὺς δ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3847m· Πρβλ. [[δεκέτης]].- Τινὲς τῶν Γραμμ. διέκρινον μεταξὺ δεκαετὴς (ἐπὶ ἡλικίας), καὶ δεκαέτης (ἐπὶ διαρκείας), καὶ [[οὕτως]] ἐν τοῖς [[διετής]], -έτης, [[δωδεκαετής]], -έτης, κτλ., [[Πολυδ]]. Α', 54· ἀλλ' ἕτεροι γραμμ. λέγουσιν ἄλλα, καὶ οὐδὲν ὡρισμένον δύναται νὰ βεβαιωθῇ· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 406 κἑξ., Chandler Gr. Accents § 703. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> âgé de dix ans;<br /><b>2</b> qui dure dix ans.<br />'''Étymologie:''' [[δέκα]], [[ἔτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, or δεκα-έτης, ες,
A ten years old, Hdt.1.114, Hp.Epid.1.10. II of or lasting ten years, πόλεμος Th.5.25,26 codd., Jul.Or.2.74b. (Cf. δεκέτης.) — The statements of Gramm. as to the accentuation of this and similar words are confused, cf.Poll.1.54, EM765.21, Choerob.in Theod.1.167, 2.385: they were prob. parox. in Attic, oxyt. in the κοινή.
German (Pape)
[Seite 542] ές, zehnjährig; πόλεμος, Thuc. 5, 25. – Bei Her. 1, 114 δεκαέτης παῖς.
Greek (Liddell-Scott)
δεκαετής: -ές, ἢ -έτης, ες, ὁ δέκα ἐτῶν ἡλικίᾳν ἔχων, Ἡρόδ. 1. 114, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 947. ΙΙ. ὁ ἐκ δέκα ἐτῶν συγκείμενος ἢ ἐπὶ δέκα ἔτη διαρκῶν, πόλεμος Θουκ. 5. 25, 26· ἱερεὺς δ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3847m· Πρβλ. δεκέτης.- Τινὲς τῶν Γραμμ. διέκρινον μεταξὺ δεκαετὴς (ἐπὶ ἡλικίας), καὶ δεκαέτης (ἐπὶ διαρκείας), καὶ οὕτως ἐν τοῖς διετής, -έτης, δωδεκαετής, -έτης, κτλ., Πολυδ. Α', 54· ἀλλ' ἕτεροι γραμμ. λέγουσιν ἄλλα, καὶ οὐδὲν ὡρισμένον δύναται νὰ βεβαιωθῇ· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 406 κἑξ., Chandler Gr. Accents § 703.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 âgé de dix ans;
2 qui dure dix ans.
Étymologie: δέκα, ἔτος.