δεκέτης

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκέτης Medium diacritics: δεκέτης Low diacritics: δεκέτης Capitals: ΔΕΚΕΤΗΣ
Transliteration A: dekétēs Transliteration B: deketēs Transliteration C: deketis Beta Code: deke/ths

English (LSJ)

δεκέτου, ὁ,
A lasting ten years, χρόνος S.Ph.715 (lyr.), Pl.Lg.682d; δεκέτεις ἀλάληντο for a space of ten years, E.Andr.306 (lyr.): fem. δεκέτις, ιδος, παιδοποιΐα Pl.Lg.784b; προστασία D.C.56.28.
II ten years old, fem. δεκέτις Ar.Lys.644.

Spanish (DGE)

-ες
• Alolema(s): δεχ- ICr.2.10.19.8 (Cidonia II a.C.); δεκετής Poll.1.54
1 que dura diez años χρόνος S.Ph.715, D.C.54.12.4, μόχθοι E.Andr.306, πόλεμος Th.5.25, Aeschin.3.148, AP 9.192 (Antiphil.), 9.289 (Loll.), Lib.Or.15.2, (σπονδαί) Ar.Ach.191.
2 de diez años de edad, Pl.Ti.21a, epigr. en ICr.l.c., Poll.l.c., τρίς δ. de treinta años, IPrusa 1026.5 (II d.C.?), cf. δεκαετής.

German (Pape)

[Seite 543] ὁ, zehnjährig, zehn Jahr alt, Plat. Tim. 21 b; ebenso δεκέτης, ες, od. δεκετής, z. B. χρόνῳ δεκέτει Legg. III, 682 d; Soph. Phil. 715; πόνοι δεκέτεις Eur. Andr. 307.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 qui dure 10 ans;
2 qui dure depuis 10 ans.
Étymologie: δέκα, ἔτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεκέτης -ες en f. δεκέτις [δέκα, ἔτος] van tien jaar: tien jaar durend, tien jaar oud; pred.: δεκέτεις ἀλάληντο νέοι tien jaar lang zwierven jongemannen rond Eur. Andr. 306.

Russian (Dvoretsky)

δεκέτης: Soph., Eur., Plat. = δεκαετής.

Greek Monolingual

δεκέτης, ο (θηλ. δεκέτις, η) (Α)
ο δεκαετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -ετης < έτος (πρβλ. τριετής)].

Greek Monotonic

δεκέτης: -ου, ὁ (ἔτος),
I. αυτός που διαρκεί δέκα χρόνια, σε Σοφ., Πλάτ.
II. αυτός που βρίσκεται σε ηλικία δέκα χρόνων, σε Ευρ.· θηλ. δεκέτις, -ιδος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

δεκέτης: -ου, ὁ, ὁ διαρκῶν δέκα ἔτη, χρόνος Σοφ. Φ. 715, Πλάτ. Νόμ. 682D· θηλ. δεκέτις, Παυσ. 4. 13, 7. ΙΙ. ἔχων ἡλικίαν δέκα ἐτῶν, Εὐρ. Ἀνδρ. 307· θηλ. δεκέτις, ιδος, Ἀριστοφ. Λυσ. 644, Πλάτ. Νόμ. 784Β. – Πρβλ. δεκαέτης.

Middle Liddell

ἔτος
I. lasting ten years, Soph., Plat.
II. ten years old, Eur.: fem. δεκέτις, ιδος, Plat.

English (Woodhouse)

lasting ten years, ten years old

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)