κακοηχής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(6_7)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰκοηχής''': -ές, κακῶς ἠχῶν, κακὸν ἦχον ἐκπέμπων, Πολέμων ἐν Φυσιογν. σ. 252· [[ὡσαύτως]] κακόηχος, ον, Σουΐδ. ἐν λ. [[ἐκμελής]].
|lstext='''κᾰκοηχής''': -ές, κακῶς ἠχῶν, κακὸν ἦχον ἐκπέμπων, Πολέμων ἐν Φυσιογν. σ. 252· [[ὡσαύτως]] κακόηχος, ον, Σουΐδ. ἐν λ. [[ἐκμελής]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κακοηχής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[κακό]], δυσάρεστο ήχο, [[κακόηχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἦχος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλυκυ</i>-<i>ηχής</i>, <i>πολυ</i>-<i>ηχής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοηχής Medium diacritics: κακοηχής Low diacritics: κακοηχής Capitals: ΚΑΚΟΗΧΗΣ
Transliteration A: kakoēchḗs Transliteration B: kakoēchēs Transliteration C: kakoichis Beta Code: kakohxh/s

English (LSJ)

ές,

   A ill-sounding, dissonant, Phld.Po.2.42: Comp. ἠχὴ -εστέρα Adam.2.42:—also κᾰκό-ηχος, ον, Suid. s.v. ἐκμελές.

German (Pape)

[Seite 1300] ές, schlecht tönend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοηχής: -ές, κακῶς ἠχῶν, κακὸν ἦχον ἐκπέμπων, Πολέμων ἐν Φυσιογν. σ. 252· ὡσαύτως κακόηχος, ον, Σουΐδ. ἐν λ. ἐκμελής.

Greek Monolingual

κακοηχής, -ές (Α)
αυτός που έχει κακό, δυσάρεστο ήχο, κακόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ηχής (< ἦχος), πρβλ. γλυκυ-ηχής, πολυ-ηχής].