κακοηχής
English (LSJ)
κακοηχές, ill-sounding, dissonant, Phld.Po.2.42: Comp. ἠχὴ κακοηχεστέρα Adam.2.42:—also κακόηχος, ον, Suid. s.v. ἐκμελές.
German (Pape)
[Seite 1300] ές, schlecht tönend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοηχής: -ές, κακῶς ἠχῶν, κακὸν ἦχον ἐκπέμπων, Πολέμων ἐν Φυσιογν. σ. 252· ὡσαύτως κακόηχος, ον, Σουΐδ. ἐν λ. ἐκμελής.
Greek Monolingual
κακοηχής, -ές (Α)
αυτός που έχει κακό, δυσάρεστο ήχο, κακόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ηχής (< ἦχος), πρβλ. γλυκυηχής, πολυηχής].
Translations
cacophonous
Catalan: cacofònic; Danish: kakofonisk; Finnish: kakofoninen; French: cacophonique; German: kakophon, kakophonisch; Greek: ἀπηχής, δυσαχής, δυσήκοος, δυσηχής, δύσηχος, δύσθροος, δύσθρους, δυσκέλαδος, δύσφωνος, κακέμφατος, κακοηχής, κακόηχος, κακόφατις, κακόφωνος, παράτονος; Norwegian Bokmål: kakofonisk; Nynorsk: kakofonisk; Russian: какофонический; Spanish: cacofónico; Swedish: kakofonisk