διάφασις: Difference between revisions

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάφᾰσις''': -εως, ἡ, ([[διαφαίνω]]) τὸ φαίνεσθαι διὰ μέσου, [[διαφάνεια]], ἀντίθ. τῷ [[ἔμφασις]], Θεόφρ. Λίθ. 30, Πλούτ. 2. 354Β.
|lstext='''διάφᾰσις''': -εως, ἡ, ([[διαφαίνω]]) τὸ φαίνεσθαι διὰ μέσου, [[διαφάνεια]], ἀντίθ. τῷ [[ἔμφασις]], Θεόφρ. Λίθ. 30, Πλούτ. 2. 354Β.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />transparence, clarté.<br />'''Étymologie:''' [[διαφαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάφᾰσις Medium diacritics: διάφασις Low diacritics: διάφασις Capitals: ΔΙΑΦΑΣΙΣ
Transliteration A: diáphasis Transliteration B: diaphasis Transliteration C: diafasis Beta Code: dia/fasis

English (LSJ)

εως, ἡ, (διαφαίνω)

   A view through, opp. ἔμφασις, Thphr. Lap.30: metaph., ἐκφάσεις καὶ δ. τῆς ἀληθείας Plu.2.354b, cf. Cic. Att.2.3.2.

Greek (Liddell-Scott)

διάφᾰσις: -εως, ἡ, (διαφαίνω) τὸ φαίνεσθαι διὰ μέσου, διαφάνεια, ἀντίθ. τῷ ἔμφασις, Θεόφρ. Λίθ. 30, Πλούτ. 2. 354Β.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
transparence, clarté.
Étymologie: διαφαίνω.