ἐξουσιάζω: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξουσιάζω''': ἔχω ἢ ἐξασκῶ ἐξουσίαν, ἐν πλείοσι τῶν τοιούτων ἐξουσιάζει πολλῶν μοναρχιῶν Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 5, 5, Διον. Ἁλ. 9. 44, Ἑβδ. 2) ἔχω ἐξουσίαν ἐπί τινος, τοῦ μνήματος Συλλ. Ἐπιγρ. 4584· οἱ ἐξουσιάζοντες [[αὐτοῦ]] εὐεργέται καλοῦνται Εὐαγγ. κ. Λουκ. κβ΄, 25· εἶμαι κύριός τινος, ἡ γυνὴ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Κορινθ. ζ΄, 4· παθ., κυριεύομαι ὑπό τινος, ἀλλ’ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος, [[αὐτόθι]] ϛʹ, 12. Παρ’ Ἡσυχ. «αὐθεντεῖν· ἐξουσιάζειν». | |lstext='''ἐξουσιάζω''': ἔχω ἢ ἐξασκῶ ἐξουσίαν, ἐν πλείοσι τῶν τοιούτων ἐξουσιάζει πολλῶν μοναρχιῶν Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 5, 5, Διον. Ἁλ. 9. 44, Ἑβδ. 2) ἔχω ἐξουσίαν ἐπί τινος, τοῦ μνήματος Συλλ. Ἐπιγρ. 4584· οἱ ἐξουσιάζοντες [[αὐτοῦ]] εὐεργέται καλοῦνται Εὐαγγ. κ. Λουκ. κβ΄, 25· εἶμαι κύριός τινος, ἡ γυνὴ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Κορινθ. ζ΄, 4· παθ., κυριεύομαι ὑπό τινος, ἀλλ’ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος, [[αὐτόθι]] ϛʹ, 12. Παρ’ Ἡσυχ. «αὐθεντεῖν· ἐξουσιάζειν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> avoir le pouvoir, l’autorité ; <i>Pass.</i> être soumis à une autorité;<br /><b>2</b> donner le pouvoir de : τινί τινος donner à qqn le pouvoir de faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξουσία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -άσω Phld. (v. infr.):—exercise authority, LXXEc.8.4: c. inf., have power, Phld.Rh.1.6S., D.H.9.44. 2 exercise authority over, τοῦ μνήματος CIG4584 (Palestine); τινῶν Ev.Luc.22.25, cf. 1 Ep.Cor.7.4; τῶν ἑαυτῆς ἕδνων PMasp.15.170 (vi A.D.):—Med., ἐπὶ τὸν λαόν LXXNe.5.15; ἔν τινι ib.Ec.8.9:— Pass., to be held under authority, 1 Ep.Cor.6.12. 3 enjoy licence, Arist.EE1216a2.
German (Pape)
[Seite 889] die Erlaubniß, Macht, das Recht zu Etwas haben, D. Hal. 9, 44; τινός, über Einen, N. T.; Etwas unter seine Gewalt bringen, ibd.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξουσιάζω: ἔχω ἢ ἐξασκῶ ἐξουσίαν, ἐν πλείοσι τῶν τοιούτων ἐξουσιάζει πολλῶν μοναρχιῶν Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 5, 5, Διον. Ἁλ. 9. 44, Ἑβδ. 2) ἔχω ἐξουσίαν ἐπί τινος, τοῦ μνήματος Συλλ. Ἐπιγρ. 4584· οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτοῦ εὐεργέται καλοῦνται Εὐαγγ. κ. Λουκ. κβ΄, 25· εἶμαι κύριός τινος, ἡ γυνὴ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Κορινθ. ζ΄, 4· παθ., κυριεύομαι ὑπό τινος, ἀλλ’ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος, αὐτόθι ϛʹ, 12. Παρ’ Ἡσυχ. «αὐθεντεῖν· ἐξουσιάζειν».
French (Bailly abrégé)
1 avoir le pouvoir, l’autorité ; Pass. être soumis à une autorité;
2 donner le pouvoir de : τινί τινος donner à qqn le pouvoir de faire qch.
Étymologie: ἐξουσία.