ἐπίρρησις: Difference between revisions
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίρρησις''': -εως, ἡ, [[ἔλεγχος]], [[ὀνειδισμός]], [[ψόγος]], Ἀρχίλ. 7, Πλούτ. 2. 19C, Ἡσύχ. ΙΙ. [[ῥῆσις]] [[ἄνευ]] σημασίας τινὸς ἀπαγγελλομένη ἐν ταῖς μαγικαῖς ἐπῳδαῖς, ἐγὼ δὲ προχειρισάμενος τὴν φρικωδεστάτην ἐπίρρησιν Λουκ. Φιλοψευδ. 31. | |lstext='''ἐπίρρησις''': -εως, ἡ, [[ἔλεγχος]], [[ὀνειδισμός]], [[ψόγος]], Ἀρχίλ. 7, Πλούτ. 2. 19C, Ἡσύχ. ΙΙ. [[ῥῆσις]] [[ἄνευ]] σημασίας τινὸς ἀπαγγελλομένη ἐν ταῖς μαγικαῖς ἐπῳδαῖς, ἐγὼ δὲ προχειρισάμενος τὴν φρικωδεστάτην ἐπίρρησιν Λουκ. Φιλοψευδ. 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> incantation magique;<br /><b>2</b> blâme, reproche.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], Ϝρη- > ῥη ; cf. [[ἐρῶ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A rebuke, reproach, δειλοῦ -ρρησιν μελεδαίνων Archil.8, cf. Plu.2.19c (pl.), Hsch. II. invocation, θεῶν Phld.Piet. 74 (pl.); spell, charm, Luc.Philops.31, Jul.Afric.Oxy.412.46. III. comment, Phld.Rh.2.55 S.; opp. πρόρρησις, ib.1.31 S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίρρησις: -εως, ἡ, ἔλεγχος, ὀνειδισμός, ψόγος, Ἀρχίλ. 7, Πλούτ. 2. 19C, Ἡσύχ. ΙΙ. ῥῆσις ἄνευ σημασίας τινὸς ἀπαγγελλομένη ἐν ταῖς μαγικαῖς ἐπῳδαῖς, ἐγὼ δὲ προχειρισάμενος τὴν φρικωδεστάτην ἐπίρρησιν Λουκ. Φιλοψευδ. 31.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 incantation magique;
2 blâme, reproche.
Étymologie: ἐπί, Ϝρη- > ῥη ; cf. ἐρῶ.