βούβρωστις: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βούβρωστις''': -εως, ἡ, [[μεγάλη]] [[πεῖνα]], [[βουλιμία]], Ὀππ. Ἁλ. 2. 208, Καλλ. εἰς Δήμ. 103, Συλλ. Ἐπιγρ. 3973· πρβλ. [[βούλιμος]]·- παρ’ Ὁμ. μόνον μεταφ., καταθλίβουσα [[πενία]], [[ἀνάγκη]], [[δυστυχία]], [[ἀθλιότης]], Ἰλ. Ω. 532.
|lstext='''βούβρωστις''': -εως, ἡ, [[μεγάλη]] [[πεῖνα]], [[βουλιμία]], Ὀππ. Ἁλ. 2. 208, Καλλ. εἰς Δήμ. 103, Συλλ. Ἐπιγρ. 3973· πρβλ. [[βούλιμος]]·- παρ’ Ὁμ. μόνον μεταφ., καταθλίβουσα [[πενία]], [[ἀνάγκη]], [[δυστυχία]], [[ἀθλιότης]], Ἰλ. Ω. 532.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />nécessité pressante, infortune.<br />'''Étymologie:''' βου-, [[βιβρώσκω]].
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούβρωστις Medium diacritics: βούβρωστις Low diacritics: βούβρωστις Capitals: ΒΟΥΒΡΩΣΤΙΣ
Transliteration A: boúbrōstis Transliteration B: boubrōstis Transliteration C: voyvrostis Beta Code: bou/brwstis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A ravenous appetite, Opp.H.2.208, Call. Cer.103, AP11.379 (Agath.): famine, Epigr. Gr.793.3: in Hom. only metaph., grinding poverty or misery, Il.24.532 (but expld. by Sch. as = οἶστρος).

German (Pape)

[Seite 455] εως, ἡ, Heißhunger, großer Hunger, große Noth, Elend, Hom. einmal, Iliad. 24, 532 vom Unglücklichen καί ἑ κακὴ βούβρωστις ἐπὶ χθόνα δῖαν ἐλαύνει; sp. D., wie Nic. Fh. 785; Opp. H. 2, 208; Agath. 74 (XI, 379).

Greek (Liddell-Scott)

βούβρωστις: -εως, ἡ, μεγάλη πεῖνα, βουλιμία, Ὀππ. Ἁλ. 2. 208, Καλλ. εἰς Δήμ. 103, Συλλ. Ἐπιγρ. 3973· πρβλ. βούλιμος·- παρ’ Ὁμ. μόνον μεταφ., καταθλίβουσα πενία, ἀνάγκη, δυστυχία, ἀθλιότης, Ἰλ. Ω. 532.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
nécessité pressante, infortune.
Étymologie: βου-, βιβρώσκω.