κειμηλιάρχης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(6_9)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κειμηλιάρχης''': ἢ -χος, ου, ὁ, [[θησαυροφύλαξ]], ὁ [[ταμίας]] ἢ ἀποθηκάριος, τῶν κειμηλίων, Βυζ., ἴδε Ducang.- κειμηλιάρχιον καὶ κειμηλιαρχεῖον, τὸ, [[θησαυροφυλάκιον]], [[ταμεῖον]] ἢ [[ἀποθήκη]] ἐν ᾗ τὰ κειμήλια φυλάσσονται, Πανδέκτ.
|lstext='''κειμηλιάρχης''': ἢ -χος, ου, ὁ, [[θησαυροφύλαξ]], ὁ [[ταμίας]] ἢ ἀποθηκάριος, τῶν κειμηλίων, Βυζ., ἴδε Ducang.- κειμηλιάρχιον καὶ κειμηλιαρχεῖον, τὸ, [[θησαυροφυλάκιον]], [[ταμεῖον]] ἢ [[ἀποθήκη]] ἐν ᾗ τὰ κειμήλια φυλάσσονται, Πανδέκτ.
}}
{{grml
|mltxt=και [[κειμηλίαρχος]], ο (Α [[κειμηλιάρχης]])<br />ο [[φύλακας]] κειμηλίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κειμήλιον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> / -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυλ</i>-<i>άρχης</i> / <i>ναύ</i>-<i>αρχος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κειμηλιάρχης Medium diacritics: κειμηλιάρχης Low diacritics: κειμηλιάρχης Capitals: ΚΕΙΜΗΛΙΑΡΧΗΣ
Transliteration A: keimēliárchēs Transliteration B: keimēliarchēs Transliteration C: keimiliarchis Beta Code: keimhlia/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A treasurer, Just.Nou.40 Praef.1.

German (Pape)

[Seite 1412] ὁ, Aufseher über Kostbarkeiten, erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κειμηλιάρχης: ἢ -χος, ου, ὁ, θησαυροφύλαξ, ὁ ταμίας ἢ ἀποθηκάριος, τῶν κειμηλίων, Βυζ., ἴδε Ducang.- κειμηλιάρχιον καὶ κειμηλιαρχεῖον, τὸ, θησαυροφυλάκιον, ταμεῖονἀποθήκη ἐν ᾗ τὰ κειμήλια φυλάσσονται, Πανδέκτ.

Greek Monolingual

και κειμηλίαρχος, ο (Α κειμηλιάρχης)
ο φύλακας κειμηλίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κειμήλιον + -άρχης / -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. αυλ-άρχης / ναύ-αρχος].