εὖγε: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὖγε''': ἢ εὖ γε, Ἐπίρρ., [[καλῶς]], ὀρθῶς, ἐν ἀποκρίσεσι δι’ ὧν ἐπιβεβαιοῖ ἢ ἐγκρίνει τις τὰ λεχθέντα, ὡς, σοί γάρ [[χαρίζομαι]]. - Ἀπόκρ., [[εὖγε]] σύ ποιῶν Πλάτ. Πολ. 351C· [[οὕτως]], εὖγ’, [[εὖγε]] ποιήσαντες Ἀριστοφ. Εἰρ. 285· [[εὖγε]] λέγεις Πλάτ. Ἀπολ. 24Ε, κτλ.· πρὸς παρότρυνσιν κυνῶν, [[εὖγε]] [[εὖγε]], ὦ κύνες, ἕπεσθε Ξεν. Κυν. 6. 19· - εἰρωνικῶς, [[εὖγε]] μέντἄν διετέθην Ἀριστοφ. Ὄρν. 1692. 2) [[ἄνευ]] ῥήματός τινος, ὡς καὶ νῦν, [[εὖγε]], ὡραῖα! πολὺ καλὰ! Λατ. cuge! Πλάτ. Γοργ. 494C, κ. ἀλλ.· διπλοῦν, εὖγ’, [[εὖγε]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 470· εὖγ’, [[εὖγε]], νή Δί’ [[εὖγε]] Ἐκκλ. 213· εὖγ’, ὅτι ἐπείσθης Νεφ. 866· [[μετὰ]] γεν., [[εὖγε]] τῆς προαιρέσεως Λουκ. Βίων Πρᾶσις 8. | |lstext='''εὖγε''': ἢ εὖ γε, Ἐπίρρ., [[καλῶς]], ὀρθῶς, ἐν ἀποκρίσεσι δι’ ὧν ἐπιβεβαιοῖ ἢ ἐγκρίνει τις τὰ λεχθέντα, ὡς, σοί γάρ [[χαρίζομαι]]. - Ἀπόκρ., [[εὖγε]] σύ ποιῶν Πλάτ. Πολ. 351C· [[οὕτως]], εὖγ’, [[εὖγε]] ποιήσαντες Ἀριστοφ. Εἰρ. 285· [[εὖγε]] λέγεις Πλάτ. Ἀπολ. 24Ε, κτλ.· πρὸς παρότρυνσιν κυνῶν, [[εὖγε]] [[εὖγε]], ὦ κύνες, ἕπεσθε Ξεν. Κυν. 6. 19· - εἰρωνικῶς, [[εὖγε]] μέντἄν διετέθην Ἀριστοφ. Ὄρν. 1692. 2) [[ἄνευ]] ῥήματός τινος, ὡς καὶ νῦν, [[εὖγε]], ὡραῖα! πολὺ καλὰ! Λατ. cuge! Πλάτ. Γοργ. 494C, κ. ἀλλ.· διπλοῦν, εὖγ’, [[εὖγε]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 470· εὖγ’, [[εὖγε]], νή Δί’ [[εὖγε]] Ἐκκλ. 213· εὖγ’, ὅτι ἐπείσθης Νεφ. 866· [[μετὰ]] γεν., [[εὖγε]] τῆς προαιρέσεως Λουκ. Βίων Πρᾶσις 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ou</i> [[εὖ]] [[γε]];<br /><i>adv.</i><br />bien, à merveille, parfaitement, <i>particul. dans les réponses, d’ord.</i> avec un verbe : [[εὖγε]] λέγεις PLAT tu dis bien ; ‒ <i>ou</i> un part. : [[εὖγε]] συ ποιῶν PLAT tu fais bien ; <i>ou</i> avec un gén. [[εὖγε]] τῆς προαιρέσεως LUC bravo pour ta résolution.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[γε]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
or εὖ γε, Adv.
A well, rightly, in replies confirming or approving what has been said: as σοὶ γὰρ χαρίζομαι. Answ. εὖγε σὺ ποιῶν Pl. R.351c; εὖγ', εὖγε ποιήσαντες Ar.Pax285; εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε X.Cyn.6.19: iron., εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων E.Or.1602; εὖγε μέντἂν διετέθην Ar.Av.1692. 2 without a Verb, good! well said! well done! Pl.Grg.494c, al.; doubled εὖγ', εὖγε Ar.Eq.470; εὖγ', εὖγε, νὴ Δἴ, εὖγε Id.Ec.213; εὖγ', ὅτι ἐπείσθης Id.Nu.866: c. gen., εὖγε τῆς προαιρέσεως Luc.Vit.Auct.8.
German (Pape)
[Seite 1059] d. i. εὖ γε, billigender Zuruf, recht so! trefflich! auch ironisch, Plat. oft εὖγε λέγεις, Apol. 24 e Gorg. 494 c; Ar. auch verdoppelt, εὖγ' εὖγε ποιήσαντες Pax 285, vgl. Equ. 470 Eccl. 213; εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες ἕπεσθε, Jagdruf, Xen. Cyn. 6, 19. Auch c. gen., εὖγε τῆς προαιρέσεως, Luc. Vit. auct. 8.
Greek (Liddell-Scott)
εὖγε: ἢ εὖ γε, Ἐπίρρ., καλῶς, ὀρθῶς, ἐν ἀποκρίσεσι δι’ ὧν ἐπιβεβαιοῖ ἢ ἐγκρίνει τις τὰ λεχθέντα, ὡς, σοί γάρ χαρίζομαι. - Ἀπόκρ., εὖγε σύ ποιῶν Πλάτ. Πολ. 351C· οὕτως, εὖγ’, εὖγε ποιήσαντες Ἀριστοφ. Εἰρ. 285· εὖγε λέγεις Πλάτ. Ἀπολ. 24Ε, κτλ.· πρὸς παρότρυνσιν κυνῶν, εὖγε εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε Ξεν. Κυν. 6. 19· - εἰρωνικῶς, εὖγε μέντἄν διετέθην Ἀριστοφ. Ὄρν. 1692. 2) ἄνευ ῥήματός τινος, ὡς καὶ νῦν, εὖγε, ὡραῖα! πολὺ καλὰ! Λατ. cuge! Πλάτ. Γοργ. 494C, κ. ἀλλ.· διπλοῦν, εὖγ’, εὖγε Ἀριστοφ. Ἱππ. 470· εὖγ’, εὖγε, νή Δί’ εὖγε Ἐκκλ. 213· εὖγ’, ὅτι ἐπείσθης Νεφ. 866· μετὰ γεν., εὖγε τῆς προαιρέσεως Λουκ. Βίων Πρᾶσις 8.
French (Bailly abrégé)
ou εὖ γε;
adv.
bien, à merveille, parfaitement, particul. dans les réponses, d’ord. avec un verbe : εὖγε λέγεις PLAT tu dis bien ; ‒ ou un part. : εὖγε συ ποιῶν PLAT tu fais bien ; ou avec un gén. εὖγε τῆς προαιρέσεως LUC bravo pour ta résolution.
Étymologie: εὖ, γε.