προσάρτησις: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσάρτησις''': ἡ, (ἐκ τοῦ παθ.), [[προσκόλλησις]], ἢ ἐπί τινος [[αὔξησις]], τῶν καρπῶν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 3., 5. 4, 2, κτλ. 2) τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] γίνεται ἡ [[προσκόλλησις]] ἢ [[προσάρτησις]], [[οἷον]] ἐπὶ μυώνων, [[ἄχρι]] φρενῶν προσαρτήσιος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810. | |lstext='''προσάρτησις''': ἡ, (ἐκ τοῦ παθ.), [[προσκόλλησις]], ἢ ἐπί τινος [[αὔξησις]], τῶν καρπῶν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 3., 5. 4, 2, κτλ. 2) τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] γίνεται ἡ [[προσκόλλησις]] ἢ [[προσάρτησις]], [[οἷον]] ἐπὶ μυώνων, [[ἄχρι]] φρενῶν προσαρτήσιος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσάρτησις -εως, ἡ [προσαίρω] aanhechtingspunt. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:56, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, Ion. ιος, ἡ, (from Pass.)
A attachment, τῶν καρπῶν Thphr.CP2.9.3, 5.4.2, cf. Sor.1.71; opp. σύμφυσις, etc., Gal.2.350 (pl.), UP3.3. 2 place of attachment, ἄχρι φρενῶν προσαρτήσιος Hp.Art.45.
German (Pape)
[Seite 752] ἡ, das Daranknüpfen, Daran- oder Daraufhängen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
προσάρτησις: ἡ, (ἐκ τοῦ παθ.), προσκόλλησις, ἢ ἐπί τινος αὔξησις, τῶν καρπῶν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 3., 5. 4, 2, κτλ. 2) τὸ μέρος ἔνθα γίνεται ἡ προσκόλλησις ἢ προσάρτησις, οἷον ἐπὶ μυώνων, ἄχρι φρενῶν προσαρτήσιος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσάρτησις -εως, ἡ [προσαίρω] aanhechtingspunt.