σταῖς: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σταῖς''': ἢ σταὶς (οὐχὶ στᾴς), τό, γεν. σταιτός· - [[ἄλευρον]] ἔκ τινος εἴδους σίτου (ζειᾶς) μεθ’ ὕδατος ἀναμεμιγμένον καὶ εἰς [[φύραμα]] πεποιημένον, «ζυμάρι», Ἡρόδ. 2. 36, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 805, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 16, Προβλ. 21. 8, 1· εἰ μὴ [[κόρη]] δεύσειε τὸ [[σταῖς]] Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 40· πρβλ. [[ζειά]]. ΙΙ. = [[στέαρ]], [[ἄλειμμα]], «ξύγγι», Ἱππ. 585. 3., 631. 41.
|lstext='''σταῖς''': ἢ σταὶς (οὐχὶ στᾴς), τό, γεν. σταιτός· - [[ἄλευρον]] ἔκ τινος εἴδους σίτου (ζειᾶς) μεθ’ ὕδατος ἀναμεμιγμένον καὶ εἰς [[φύραμα]] πεποιημένον, «ζυμάρι», Ἡρόδ. 2. 36, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 805, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 16, Προβλ. 21. 8, 1· εἰ μὴ [[κόρη]] δεύσειε τὸ [[σταῖς]] Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 40· πρβλ. [[ζειά]]. ΙΙ. = [[στέαρ]], [[ἄλειμμα]], «ξύγγι», Ἱππ. 585. 3., 631. 41.
}}
{{bailly
|btext=σταιτός (τό) :<br />pâte de farine de froment.<br />'''Étymologie:''' DELG t. archaïque de formation obscure.
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταῖς Medium diacritics: σταῖς Low diacritics: σταίς Capitals: ΣΤΑΙΣ
Transliteration A: staîs Transliteration B: stais Transliteration C: stais Beta Code: stai=s

English (LSJ)

or σταίς (not στᾷς), τό, gen. σταιτός,

   A flour of spelt mixed and made into dough, Hdt.2.36, Hp.Art.38, Arist.Mete.386b14, Pr. 927b23, Thphr.Od.51, LXX Ex.12.34; εἰ μὴ κόρη δεύσειε τὸ σ. Eup. 332; also of dough in general, Gal.6.482,510,597.    II = στέαρ, ὄϊος σταῖς dub. l. in Hp.Nat.Mul.103 (οἰσύπην Littré); ἐν σταιτὶ τρίβειν Id.Mul.1.84 (perh. in sense 1).

Greek (Liddell-Scott)

σταῖς: ἢ σταὶς (οὐχὶ στᾴς), τό, γεν. σταιτός· - ἄλευρον ἔκ τινος εἴδους σίτου (ζειᾶς) μεθ’ ὕδατος ἀναμεμιγμένον καὶ εἰς φύραμα πεποιημένον, «ζυμάρι», Ἡρόδ. 2. 36, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 805, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 16, Προβλ. 21. 8, 1· εἰ μὴ κόρη δεύσειε τὸ σταῖς Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 40· πρβλ. ζειά. ΙΙ. = στέαρ, ἄλειμμα, «ξύγγι», Ἱππ. 585. 3., 631. 41.

French (Bailly abrégé)

σταιτός (τό) :
pâte de farine de froment.
Étymologie: DELG t. archaïque de formation obscure.