εὐτονία: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐτονία''': ἡ, ἡ [[κατάστασις]] τοῦ [[καλῶς]] ἐντεταμένου, [[ἔντασις]], [[ἰσχύς]], [[ῥώμη]], [[δύναμις]], [[εὐκαμψία]], Ἱππ. Ἐπιστ. 1277· ὄρχησίν τινα κούφην καὶ περιέχουσαν πολλὴν εὐτονίαν σκελῶν Διόδ. 5. 34· ἐπὶ ὕφους, Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχαίων Κρίσις 2. 3· ἐπὶ χαρακτῆρος, Πλούτ. 2. 156C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[εὐτονία]]. [[ἀνεξικακία]]. [[καρτερία]]˙ [[ὑπομονή]]».
|lstext='''εὐτονία''': ἡ, ἡ [[κατάστασις]] τοῦ [[καλῶς]] ἐντεταμένου, [[ἔντασις]], [[ἰσχύς]], [[ῥώμη]], [[δύναμις]], [[εὐκαμψία]], Ἱππ. Ἐπιστ. 1277· ὄρχησίν τινα κούφην καὶ περιέχουσαν πολλὴν εὐτονίαν σκελῶν Διόδ. 5. 34· ἐπὶ ὕφους, Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχαίων Κρίσις 2. 3· ἐπὶ χαρακτῆρος, Πλούτ. 2. 156C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[εὐτονία]]. [[ἀνεξικακία]]. [[καρτερία]]˙ [[ὑπομονή]]».
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />forte tension, effort soutenu, vigueur.<br />'''Étymologie:''' [[εὔτονος]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτονία Medium diacritics: εὐτονία Low diacritics: ευτονία Capitals: ΕΥΤΟΝΙΑ
Transliteration A: eutonía Transliteration B: eutonia Transliteration C: eftonia Beta Code: eu)toni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A tension, vigour, D.S.5.39; σκελῶν ib.34: esp. in Stoic philos. (cf. τόνος), Chrysipp.Stoic.2.146, etc.; ὁ ἐν τῇ ψυχῇ τόνος λέγεται ὡς εὐ. καὶ ἀτονία ib. 3.123, cf. Phld.Ir.p.69 W.; εὐ. ψυχῆς, of courage, Stoic.3.66, cf. 73: generally, vigour of character, Plu.Phoc.3, 2.456f, BGU786ii 1 (ii A.D.); also, vigour of style, D.H.Vett.Cens.2.3, Hermog.Id.1.11, Aps.p.282 H.    b Medic., tension, Ruf.Sat.Gon.46 (pl.); also μαλθακὴ εὐ. gentle force, Hp.Ep.15.    c elasticity, Ph.Bel.71.33.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτονία: ἡ, ἡ κατάστασις τοῦ καλῶς ἐντεταμένου, ἔντασις, ἰσχύς, ῥώμη, δύναμις, εὐκαμψία, Ἱππ. Ἐπιστ. 1277· ὄρχησίν τινα κούφην καὶ περιέχουσαν πολλὴν εὐτονίαν σκελῶν Διόδ. 5. 34· ἐπὶ ὕφους, Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχαίων Κρίσις 2. 3· ἐπὶ χαρακτῆρος, Πλούτ. 2. 156C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐτονία. ἀνεξικακία. καρτερία˙ ὑπομονή».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
forte tension, effort soutenu, vigueur.
Étymologie: εὔτονος.