μόρφωσις: Difference between revisions

From LSJ
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μόρφωσις''': ἡ, ἡ μορφὴ ἣν λαμβάνει τι, [[σχηματισμός]], τῶν δένδρων Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 4. ΙΙ. τὸ ἐξωτερικόν, τὸ φαινόμενον, ἔχοντα τὴν μόρφωσιν τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀληθείας ἐν τῷ νόμῳ, τὸν τύπον τῆς γνώσεως..., Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. β΄, 20, Β΄ πρ Τιμ. γ΄, 5.
|lstext='''μόρφωσις''': ἡ, ἡ μορφὴ ἣν λαμβάνει τι, [[σχηματισμός]], τῶν δένδρων Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 4. ΙΙ. τὸ ἐξωτερικόν, τὸ φαινόμενον, ἔχοντα τὴν μόρφωσιν τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀληθείας ἐν τῷ νόμῳ, τὸν τύπον τῆς γνώσεως..., Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. β΄, 20, Β΄ πρ Τιμ. γ΄, 5.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de donner une forme;<br /><b>2</b> forme, figure, extérieur.<br />'''Étymologie:''' [[μορφόω]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόρφωσις Medium diacritics: μόρφωσις Low diacritics: μόρφωσις Capitals: ΜΟΡΦΩΣΙΣ
Transliteration A: mórphōsis Transliteration B: morphōsis Transliteration C: morfosis Beta Code: mo/rfwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A shaping, bringing into shape, σχηματισμὸς καὶ μ. τῶν δένδρων Thphr.CP3.7.4, cf. Gal.4.640, Ptol.Tetr.27, Heph. Astr.1.3.    II form, semblance, Ep.Rom.2.20, 2 Ep.Ti.3.5.

German (Pape)

[Seite 209] ἡ, das Gestalten, Abbilden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μόρφωσις: ἡ, ἡ μορφὴ ἣν λαμβάνει τι, σχηματισμός, τῶν δένδρων Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 4. ΙΙ. τὸ ἐξωτερικόν, τὸ φαινόμενον, ἔχοντα τὴν μόρφωσιν τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀληθείας ἐν τῷ νόμῳ, τὸν τύπον τῆς γνώσεως..., Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. β΄, 20, Β΄ πρ Τιμ. γ΄, 5.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de donner une forme;
2 forme, figure, extérieur.
Étymologie: μορφόω.