κακοκαρπία: Difference between revisions
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(6_10) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰκοκαρπία''': ἡ, κακὴ [[κατάστασις]] τῶν καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4, 1, κ. ἀλλ. | |lstext='''κᾰκοκαρπία''': ἡ, κακὴ [[κατάστασις]] τῶν καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4, 1, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κακοκαρπία]], ἡ (AM) [[κακόκαρπος]]<br /><b>1.</b> κακή [[κατάσταση]] τών καρπών, [[παραγωγή]] κακών ή ατελών καρπών<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ακαρπία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A bearing bad or imperfect fruit, Thphr.HP1.4.1, al.
German (Pape)
[Seite 1300] ἡ, Unfruchtbarkeit, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοκαρπία: ἡ, κακὴ κατάστασις τῶν καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4, 1, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
κακοκαρπία, ἡ (AM) κακόκαρπος
1. κακή κατάσταση τών καρπών, παραγωγή κακών ή ατελών καρπών
2. (κατ' επέκτ.) ακαρπία.