πλίνθινος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλίνθῐνος''': -η, -ον, ([[πλίνθος]]) πεποιημένος ἢ ᾠκοδομημένος ἐκ πλίνθων, [[οἰκία]], [[τεῖχος]] Ἡρόδ. 5. 101, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 11, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 7, 12. ΙΙ. ἐκ πηλοῦ, [[πήλινος]], [[κυλίκιον]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 8· ζῷα Δικαίαρχ. σ. 120 Gail. | |lstext='''πλίνθῐνος''': -η, -ον, ([[πλίνθος]]) πεποιημένος ἢ ᾠκοδομημένος ἐκ πλίνθων, [[οἰκία]], [[τεῖχος]] Ἡρόδ. 5. 101, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 11, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 7, 12. ΙΙ. ἐκ πηλοῦ, [[πήλινος]], [[κυλίκιον]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 8· ζῷα Δικαίαρχ. σ. 120 Gail. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />fait <i>ou</i> bâti en briques.<br />'''Étymologie:''' [[πλίνθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
η, ον,
A made or built of brick, οἰκίαι, τεῖχος, Hdt.5.101, X.An.3.4.11, cf. Arist.Metaph.1033a19; στήλη J.AJ1.2.3; ἔργα PSI5.496.3 (iii B. C.). II of clay, κυλίκιον Thphr.HP5.9.8; ζῷα Dicaearch.1.3 (dub.).
German (Pape)
[Seite 636] von Ziegeln erbau't, gemacht; Her. 5, 101; Xen. An. 3, 4, 11 u. Sp., wie D. Hal.
Greek (Liddell-Scott)
πλίνθῐνος: -η, -ον, (πλίνθος) πεποιημένος ἢ ᾠκοδομημένος ἐκ πλίνθων, οἰκία, τεῖχος Ἡρόδ. 5. 101, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 11, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 7, 12. ΙΙ. ἐκ πηλοῦ, πήλινος, κυλίκιον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 8· ζῷα Δικαίαρχ. σ. 120 Gail.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait ou bâti en briques.
Étymologie: πλίνθος.