Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χειμωνικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
(6_10)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειμωνικός''': -ή, -όν, [[χειμέριος]], τρικυμιώδης, ὄμβρον χειμωνικὸν ἀναπέμπουσα Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 277C.
|lstext='''χειμωνικός''': -ή, -όν, [[χειμέριος]], τρικυμιώδης, ὄμβρον χειμωνικὸν ἀναπέμπουσα Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 277C.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χειμωνικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[χειμών]], -<i>ῶνος</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του χειμώνα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[χειμωνικό]]<br />το [[καρπούζι]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «δύο χειμωνικά σε μια [[μασχάλη]]» — λέγεται για όσους καταπιάνονται συγχρόνως με δύο δυσχερή έργα<br />β) «στο [[χειμωνικό]] [[χερούλι]] δεν κολλάει»<br />i) δηλώνει ότι δεν στέφονται με [[επιτυχία]] οι προσπάθειες που αντιβαίνουν στη [[φύση]]<br />ii) δηλώνει ότι δεν γίνονται πιστευτές συκοφαντίες που στρέφονται [[εναντίον]] ευυπόληπτου προσώπου<br />γ) «[[γυναίκα]] και χείμωνικό η [[τύχη]] τά διαλέγει» — δηλώνει ότι [[πολλά]] πράγματα στη ζωή [[είναι]] [[ζήτημα]] τύχης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ενδύματα) [[κατάλληλος]] για τον χειμώνα<br /><b>2.</b> [[σφοδρός]], [[θυελλώδης]] («ὄμβρον χειμωνικὸν ἀναπέμπουσα», Επιφάν.).
}}
}}

Revision as of 12:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμωνικός Medium diacritics: χειμωνικός Low diacritics: χειμωνικός Capitals: ΧΕΙΜΩΝΙΚΟΣ
Transliteration A: cheimōnikós Transliteration B: cheimōnikos Transliteration C: cheimonikos Beta Code: xeimwniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A for winter use, ἱμάτια POxy.1901.37 (vi A.D.).    II wintry, καιρός Sch.Opp.H.1.601: Comp. -ώτερος Cat. Cod.Astr. 1.144.

Greek (Liddell-Scott)

χειμωνικός: -ή, -όν, χειμέριος, τρικυμιώδης, ὄμβρον χειμωνικὸν ἀναπέμπουσα Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 277C.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χειμωνικός, -ή, -όν, ΝΑ χειμών, -ῶνος]
νεοελλ.
αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια του χειμώνα
2. το ουδ. ως ουσ. το χειμωνικό
το καρπούζι
3. παροιμ. α) «δύο χειμωνικά σε μια μασχάλη» — λέγεται για όσους καταπιάνονται συγχρόνως με δύο δυσχερή έργα
β) «στο χειμωνικό χερούλι δεν κολλάει»
i) δηλώνει ότι δεν στέφονται με επιτυχία οι προσπάθειες που αντιβαίνουν στη φύση
ii) δηλώνει ότι δεν γίνονται πιστευτές συκοφαντίες που στρέφονται εναντίον ευυπόληπτου προσώπου
γ) «γυναίκα και χείμωνικό η τύχη τά διαλέγει» — δηλώνει ότι πολλά πράγματα στη ζωή είναι ζήτημα τύχης
αρχ.
1. (για ενδύματα) κατάλληλος για τον χειμώνα
2. σφοδρός, θυελλώδης («ὄμβρον χειμωνικὸν ἀναπέμπουσα», Επιφάν.).