Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αὐλητικός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐλητικός''': -ή, -όν, (αὐλος) ὁ τοῦ αὐλοῦ, ὁ εἰς τὸν αὐλόν ἀνήκων, [[κατάλληλος]] ἤ [[ἁρμόδιος]] δι’ αὐλόν, ἤ αὐλητάς μέν οὐ νομίζει, αὐλητικά δέ πράγματα; Πλάτ. Ἀπολ. 27Β· ἡ [[συβώτρια]]… ἔχει δὲ μόνον δακτύλους αὐλητικούς Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 12 · - ἡ αὐλητική (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ αὐλεῖν Πλάτ. Γοργ. 501D, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. αὐλητικῶς δεῖ καρκινοῦν τούς δακτύλους Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 15.
|lstext='''αὐλητικός''': -ή, -όν, (αὐλος) ὁ τοῦ αὐλοῦ, ὁ εἰς τὸν αὐλόν ἀνήκων, [[κατάλληλος]] ἤ [[ἁρμόδιος]] δι’ αὐλόν, ἤ αὐλητάς μέν οὐ νομίζει, αὐλητικά δέ πράγματα; Πλάτ. Ἀπολ. 27Β· ἡ [[συβώτρια]]… ἔχει δὲ μόνον δακτύλους αὐλητικούς Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 12 · - ἡ αὐλητική (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ αὐλεῖν Πλάτ. Γοργ. 501D, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. αὐλητικῶς δεῖ καρκινοῦν τούς δακτύλους Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 15.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’art de jouer de la flûte ; ἡ αὐλητική ([[τέχνη]]) l’art de jouer de la flûte.<br />'''Étymologie:''' [[αὐλητής]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλητικός Medium diacritics: αὐλητικός Low diacritics: αυλητικός Capitals: ΑΥΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aulētikós Transliteration B: aulētikos Transliteration C: avlitikos Beta Code: au)lhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for the flute, Pl.Ap.27b; δάκτυλοι Pl.Com.211; κάλαμος used for making flutes, Thphr.HP4.10.1, Sch.Il.Oxy.221ix12; τέλος Plot.1.4.15:-κή (sc. τέχνη), ἡ, flute-playing, Pl.Grg.501e, Arist. Po.1447a15. Adv.-κῶς, δεῖ καρκινοῦν τοὺς δακτύλους Antiph.55.15, cf. Plu.2.404f.    2 fitted for flute playing, ψυχή Pl.Hp.Mi.375b (Comp.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐλητικός: -ή, -όν, (αὐλος) ὁ τοῦ αὐλοῦ, ὁ εἰς τὸν αὐλόν ἀνήκων, κατάλληλοςἁρμόδιος δι’ αὐλόν, ἤ αὐλητάς μέν οὐ νομίζει, αὐλητικά δέ πράγματα; Πλάτ. Ἀπολ. 27Β· ἡ συβώτρια… ἔχει δὲ μόνον δακτύλους αὐλητικούς Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 12 · - ἡ αὐλητική (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ αὐλεῖν Πλάτ. Γοργ. 501D, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. αὐλητικῶς δεῖ καρκινοῦν τούς δακτύλους Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 15.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l’art de jouer de la flûte ; ἡ αὐλητική (τέχνη) l’art de jouer de la flûte.
Étymologie: αὐλητής.