κροσσωτός: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κροσσωτός''': -ή, -όν, ἔχων κροσσούς, θυσάνους, Λυκόφρ. 1102, Πλουτ. Λυκ. 28, Ἑβδ. (Ψαλ. ΜΔ΄, 15)· πρβλ. [[κροκωτός]]· ― ὡς οὐσιαστ., κροσσωτὸς (δηλ. [[χιτών]]), ὁ, ὁ, χιτὼν [[μετὰ]] κροσσῶν, Κλήμ. Ἀλ. 236, Εὐστ., κτλ. ― Ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. σ. 541. 8, Γουδ. Ἐτυμ. 349. 33, κροσσόω [[ῥῆμα]] κατὰ συνθήκην πλασθὲν [[χάριν]] τῆς ἐτυμολογίας τῆς λέξεως. | |lstext='''κροσσωτός''': -ή, -όν, ἔχων κροσσούς, θυσάνους, Λυκόφρ. 1102, Πλουτ. Λυκ. 28, Ἑβδ. (Ψαλ. ΜΔ΄, 15)· πρβλ. [[κροκωτός]]· ― ὡς οὐσιαστ., κροσσωτὸς (δηλ. [[χιτών]]), ὁ, ὁ, χιτὼν [[μετὰ]] κροσσῶν, Κλήμ. Ἀλ. 236, Εὐστ., κτλ. ― Ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. σ. 541. 8, Γουδ. Ἐτυμ. 349. 33, κροσσόω [[ῥῆμα]] κατὰ συνθήκην πλασθὲν [[χάριν]] τῆς ἐτυμολογίας τῆς λέξεως. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />garni d’une frange <i>ou</i> d’une bordure.<br />'''Étymologie:''' [[κροσσός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν Lyc.1102:—
A tasselled, fringed, l.c., Plu.Luc.28, Poll.4.120, POxy.1273.14 (iii A. D.): Subst. κροσσωτός (sc. χιτών), ὁ, LXXPs. 44(45).14; cf. κροκωτός 2. II (κρόσσαι) stepped, σταυροῖσι -ωτὴ πτέρυξ, of a wall, Lyc.291 (v.l. κορς-).
German (Pape)
[Seite 1513] betroddelt, mit Troddeln, Quasten versehen, verbrämt; ἐσθής Poll. 4, 120; ῥαφαί Lycophr. 1102; a. Sp., wie VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κροσσωτός: -ή, -όν, ἔχων κροσσούς, θυσάνους, Λυκόφρ. 1102, Πλουτ. Λυκ. 28, Ἑβδ. (Ψαλ. ΜΔ΄, 15)· πρβλ. κροκωτός· ― ὡς οὐσιαστ., κροσσωτὸς (δηλ. χιτών), ὁ, ὁ, χιτὼν μετὰ κροσσῶν, Κλήμ. Ἀλ. 236, Εὐστ., κτλ. ― Ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. σ. 541. 8, Γουδ. Ἐτυμ. 349. 33, κροσσόω ῥῆμα κατὰ συνθήκην πλασθὲν χάριν τῆς ἐτυμολογίας τῆς λέξεως.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
garni d’une frange ou d’une bordure.
Étymologie: κροσσός.