ξηρονομικός: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(6_11) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξηρονομικός''': -ή, -όν, ὁ βοσκόμενος ἐπὶ ξηρᾶς γῆς, Ἀθήν. 99Β. | |lstext='''ξηρονομικός''': -ή, -όν, ὁ βοσκόμενος ἐπὶ ξηρᾶς γῆς, Ἀθήν. 99Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξηρονομικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να βόσκει, να τρέφεται στην [[ξηρά]], [[χερσαίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξηρά]] <span style="color: red;">+</span> -[[νομικός]] (<span style="color: red;"><</span> -[[νόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] «[[βόσκω]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A feeding on dry land, f.l. in Ath.3.99b (misquoting Pl.Plt.264d).
German (Pape)
[Seite 279] ή, όν, auf dem Trocknen weidend, Ath. III, 99 b.
Greek (Liddell-Scott)
ξηρονομικός: -ή, -όν, ὁ βοσκόμενος ἐπὶ ξηρᾶς γῆς, Ἀθήν. 99Β.
Greek Monolingual
ξηρονομικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει την ιδιότητα να βόσκει, να τρέφεται στην ξηρά, χερσαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρά + -νομικός (< -νόμος < νέμω «βόσκω»)].