λεπιδωτός: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεπῐδωτός''': -ή, -όν, κεκαλυμμένος διὰ λεπίδων, ἐπὶ τοῦ κροκοδείλου, Ἡρόδ. 2. 68· τὰ λεπιδωτά, ζῷα κεκαλυμμένα διὰ λεπίδων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 13, κ. ἀλλ.· ― [[ὡσαύτως]], θώρηξ λ., κεκαλυμμένος διὰ λεπίδων, [[φολιδωτός]], Ἡρόδ. 9. 22, πρβλ. Δίωνα Κ. 78. 37. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[λεπιδωτός]], ὁ, ἰχθύς τις τοῦ Νείλου ποταμοῦ ἔχων μεγάλας λεπίδας, Ἡρόδ. 2. 72· καλούμενος [[κυπρῖνος]], Δωρίων παρ’ Ἀθην. 309Β. ΙΙΙ. [[εἶδος]] πολυτίμου λίθου, Ὀρφ. Λιθ. 284. | |lstext='''λεπῐδωτός''': -ή, -όν, κεκαλυμμένος διὰ λεπίδων, ἐπὶ τοῦ κροκοδείλου, Ἡρόδ. 2. 68· τὰ λεπιδωτά, ζῷα κεκαλυμμένα διὰ λεπίδων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 13, κ. ἀλλ.· ― [[ὡσαύτως]], θώρηξ λ., κεκαλυμμένος διὰ λεπίδων, [[φολιδωτός]], Ἡρόδ. 9. 22, πρβλ. Δίωνα Κ. 78. 37. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[λεπιδωτός]], ὁ, ἰχθύς τις τοῦ Νείλου ποταμοῦ ἔχων μεγάλας λεπίδας, Ἡρόδ. 2. 72· καλούμενος [[κυπρῖνος]], Δωρίων παρ’ Ἀθην. 309Β. ΙΙΙ. [[εἶδος]] πολυτίμου λίθου, Ὀρφ. Λιθ. 284. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> couvert d’écailles;<br /><b>2</b> ὁ [[λεπιδωτός]] gros poisson du Nil.<br />'''Étymologie:''' [[λεπιδόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A scaly, δέρμα, of the crocodile, Hdt.2.68; ἰχθύες Arist.HA505a24, al.; σῶμα Paul.Aeg.6.78. 2 θώρηξ λ. a cuirass covered with scales, Hdt.9.22, cf. D.C.78.37. II as Subst. λ., ὁ, a fish of the Nile with large scales, Hdt.2.72; = κυπρῖνος, Dorio ap. Ath.7.309b. (Prob. Cyprinus bynni.) 2 a kind of gem, Orph.L. 287.
German (Pape)
[Seite 29] mit Schuppen versehen, schuppig, Arist. de part. anim. 4, 13 H. A. 2, 13 u. öfter, von Thieren; θώρηξ, Her. 9, 22; D. C. 78, 37. – Subst., ein großschuppiger Nilfisch, Her. 2, 72; vgl. Ath. VII, 309 b.
Greek (Liddell-Scott)
λεπῐδωτός: -ή, -όν, κεκαλυμμένος διὰ λεπίδων, ἐπὶ τοῦ κροκοδείλου, Ἡρόδ. 2. 68· τὰ λεπιδωτά, ζῷα κεκαλυμμένα διὰ λεπίδων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 13, κ. ἀλλ.· ― ὡσαύτως, θώρηξ λ., κεκαλυμμένος διὰ λεπίδων, φολιδωτός, Ἡρόδ. 9. 22, πρβλ. Δίωνα Κ. 78. 37. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λεπιδωτός, ὁ, ἰχθύς τις τοῦ Νείλου ποταμοῦ ἔχων μεγάλας λεπίδας, Ἡρόδ. 2. 72· καλούμενος κυπρῖνος, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 309Β. ΙΙΙ. εἶδος πολυτίμου λίθου, Ὀρφ. Λιθ. 284.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 couvert d’écailles;
2 ὁ λεπιδωτός gros poisson du Nil.
Étymologie: λεπιδόω.