φρουρικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
(6_11)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φρουρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φρουράν, τὸ ὁπλητικὸν τὸ φρουρικὸν Δίων Κ. 56. 42, καὶ διάφ. γραφ. παρὰ Θουκ. 6. 80 ἀντὶ [[φρούριον]].
|lstext='''φρουρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φρουράν, τὸ ὁπλητικὸν τὸ φρουρικὸν Δίων Κ. 56. 42, καὶ διάφ. γραφ. παρὰ Θουκ. 6. 80 ἀντὶ [[φρούριον]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φρουρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[φρουρά]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ φρουρική</i><br />η [[υπηρεσία]] της φρουράς.
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρουρικός Medium diacritics: φρουρικός Low diacritics: φρουρικός Capitals: ΦΡΟΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: phrourikós Transliteration B: phrourikos Transliteration C: frourikos Beta Code: frouriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of, for a watch, guard, or garrison, τὸ φ. D.C.56.42.    II φρουρική, ἡ, guard duty, SIG633.51 (Milet., ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1310] zur Wache, Besatzung gehörig; τὸ φρ., die Besatzungstruppen, D. Cass. 56, 42; wahrscheinliche Lesart Thuc. 5, 80.

Greek (Liddell-Scott)

φρουρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φρουράν, τὸ ὁπλητικὸν τὸ φρουρικὸν Δίων Κ. 56. 42, καὶ διάφ. γραφ. παρὰ Θουκ. 6. 80 ἀντὶ φρούριον.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φρουρός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φρουρά
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ φρουρική
η υπηρεσία της φρουράς.