ληπτός: Difference between revisions
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ληπτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[λαμβάνω]] (λήψομαι), ὃν δύναταί τις νὰ λάβῃ ἢ ἀντιληφθῇ διὰ τῶν αἰσθήσεων, ἀντίθετ. τῷ [[νοητός]], Ἀνθ. Π. 11. 354, 6· [[ὡσαύτως]], λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτὰ Πλάτ. Πολ. 529D. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, ληπτά, ἐκαλοῦντο τὰ δεκτὰ πράγματα, ὅσα δηλ. δὲν ἔπρεπε μὲν νὰ γίνωνται ὁ σκοπὸς τῆς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ [[μήτε]] νὰ ἀπορρίπτωνται προσφερόμενα αὐτῷ, Πλουτ. 2. 1068A, 1070A· ἴδε [[προηγμένα]]. ΙΙ. = ἐπίληπτος, Ἀριστ. Προβλ. 10. 50. | |lstext='''ληπτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[λαμβάνω]] (λήψομαι), ὃν δύναταί τις νὰ λάβῃ ἢ ἀντιληφθῇ διὰ τῶν αἰσθήσεων, ἀντίθετ. τῷ [[νοητός]], Ἀνθ. Π. 11. 354, 6· [[ὡσαύτως]], λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτὰ Πλάτ. Πολ. 529D. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, ληπτά, ἐκαλοῦντο τὰ δεκτὰ πράγματα, ὅσα δηλ. δὲν ἔπρεπε μὲν νὰ γίνωνται ὁ σκοπὸς τῆς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ [[μήτε]] νὰ ἀπορρίπτωνται προσφερόμενα αὐτῷ, Πλουτ. 2. 1068A, 1070A· ἴδε [[προηγμένα]]. ΙΙ. = ἐπίληπτος, Ἀριστ. Προβλ. 10. 50. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut prendre <i>ou</i> saisir, <i>particul.</i> par l’intelligence;<br /><b>2</b> acceptable.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[λαμβάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (λαμβάνω)
A to be apprehended, λόγῳ καὶ διανοίᾳ Pl.R.529d; τῷ λογισμῷ Max.Tyr.7.5; πρὸς αἴσθησιν Chryserm. ap. Gal.8.741. b later, to be apprehended by the senses, opp. νοητός, AP11.354.6 (Agath.). 2 in Stoic philos., acceptable, not to be refused if offered, Stoic.3.32, 34. II = ἐπίληπτος, Arist.Pr.896b6.
German (Pape)
[Seite 40] adj. verb. zu λαμβάνω, zu nehmen, zu bekommen, zu begreifen, Plat. Rep. VII, 529 d u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ληπτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ λαμβάνω (λήψομαι), ὃν δύναταί τις νὰ λάβῃ ἢ ἀντιληφθῇ διὰ τῶν αἰσθήσεων, ἀντίθετ. τῷ νοητός, Ἀνθ. Π. 11. 354, 6· ὡσαύτως, λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτὰ Πλάτ. Πολ. 529D. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, ληπτά, ἐκαλοῦντο τὰ δεκτὰ πράγματα, ὅσα δηλ. δὲν ἔπρεπε μὲν νὰ γίνωνται ὁ σκοπὸς τῆς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μήτε νὰ ἀπορρίπτωνται προσφερόμενα αὐτῷ, Πλουτ. 2. 1068A, 1070A· ἴδε προηγμένα. ΙΙ. = ἐπίληπτος, Ἀριστ. Προβλ. 10. 50.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qu’on peut prendre ou saisir, particul. par l’intelligence;
2 acceptable.
Étymologie: adj. verb. de λαμβάνω.