φυτός: Difference between revisions
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φυτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ φύω, ἐπὶ ξυλίνου ἀγάλματος ἢ ξοάνου γενομένου ἐκ φύσεως [[ἄνευ]] τῆς ἀνθρωπίνης τέχνης, Πινδ. Π. 5. 55. [[ἔνθα]] ἴδε Böckh. II. [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]], [[πεδίον]] Ἑβδ (Ἰεζεκ. ΙΖ΄, 5). | |lstext='''φυτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ φύω, ἐπὶ ξυλίνου ἀγάλματος ἢ ξοάνου γενομένου ἐκ φύσεως [[ἄνευ]] τῆς ἀνθρωπίνης τέχνης, Πινδ. Π. 5. 55. [[ἔνθα]] ἴδε Böckh. II. [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]], [[πεδίον]] Ἑβδ (Ἰεζεκ. ΙΖ΄, 5). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> formé par la nature, naturel;<br /><b>2</b> qui engendre, fécond, fertile.<br />'''Étymologie:''' [[φύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (φύω) of a wooden statue,
A shaped by nature, without art, Pi.P.5.42; πύαλον . . φοιτήν (sic) SIG1231.8 (Bithynia, iii/iv A. D.). II fruitful, πεδίον LXXEz.17.5.
German (Pape)
[Seite 1320] adj. verb. von φύω, gewachsen, was wachsen kann; – auch akt., erzeugend, fruchtbar, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φυτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ φύω, ἐπὶ ξυλίνου ἀγάλματος ἢ ξοάνου γενομένου ἐκ φύσεως ἄνευ τῆς ἀνθρωπίνης τέχνης, Πινδ. Π. 5. 55. ἔνθα ἴδε Böckh. II. καρποφόρος, γόνιμος, πεδίον Ἑβδ (Ἰεζεκ. ΙΖ΄, 5).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 formé par la nature, naturel;
2 qui engendre, fécond, fertile.
Étymologie: φύω.