ὑπνωδία: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(6_11) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπνωδία''': ἡ, τὸ ὑπνῶδες ἢ ὑπνηλόν, [[νυσταγμός]], Ἰάμβλ. Προτρ. σ. 326. | |lstext='''ὑπνωδία''': ἡ, τὸ ὑπνῶδες ἢ ὑπνηλόν, [[νυσταγμός]], Ἰάμβλ. Προτρ. σ. 326. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[ὑπνωδία]], ΝΑ [[ὑπνώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατάσταση]] νάρκωσης μερικών εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπνηλία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A sleepiness, drowsiness, Iamb.Protr. 21.κέ p.110P.
German (Pape)
[Seite 1207] ἡ, Schläfrigkeit, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπνωδία: ἡ, τὸ ὑπνῶδες ἢ ὑπνηλόν, νυσταγμός, Ἰάμβλ. Προτρ. σ. 326.
Greek Monolingual
η / ὑπνωδία, ΝΑ ὑπνώδης
νεοελλ.
κατάσταση νάρκωσης μερικών εντόμων
αρχ.
υπνηλία.