δρόσος: Difference between revisions
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δρόσος''': ἡ· (πρβλ. Σανσκρ. ras-as (sucus), Λατ. ros, Σλαυ. rosa· ἴδε [[ὡσαύτως]] ἕρση)·- «δροσιά», Ἡρόδ. 2. 68, Πλάτ. Τιμ. 59Ε· καὶ ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 336, Σοφ. Αἴ. 1208, κτλ.·- ἡ Ὁμηρικὴ [[λέξις]] εἶνε ἕρση, [[ἐέρση]]. 2) παρὰ ποιηταῖς, [[ὕδωρ]], ποντία δρ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 904· δρόσῳ ἐναλίᾳ, θαλασσίᾳ, Εὐρ. Ι. Τ. 255, 1192· ποταμίᾳ δρ. ὁ αὐτ. Ἱππ. 127· ποταμίαισι δρόσοις [[αὐτόθι]] 77· ἐπὶ κρηναίαισι δρόσοις ὁ αὐτ. Ι. Α. 182· [[ὡσαύτως]] μόνον [[δρόσος]], Ἀχελῴου δρ. ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 167· καθαραῖς δρόσοις ὁ αὐτ. Ἴωνι 97· ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ἀριστοφ. Βατρ. 1339· πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου rore puro Castaliae. 3) ἐπὶ ἄλλων ὑγρῶν ἢ ποτῶν, δρ. ἀμπέλου Πίνδ. Ο. 7. 2· δρ. φονία Αἰσχύλ. Ἀγ. 1390, κτλ.·- μεταφ., [[δρόσος]] ὕμνων Πίνδ. Π. 5. 134· πρβλ. ἄρδω. ΙΙ. ὡς τὸ ἕρση ΙΙ, μεταφ., τὰ νεογνὰ τῶν ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 141. | |lstext='''δρόσος''': ἡ· (πρβλ. Σανσκρ. ras-as (sucus), Λατ. ros, Σλαυ. rosa· ἴδε [[ὡσαύτως]] ἕρση)·- «δροσιά», Ἡρόδ. 2. 68, Πλάτ. Τιμ. 59Ε· καὶ ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 336, Σοφ. Αἴ. 1208, κτλ.·- ἡ Ὁμηρικὴ [[λέξις]] εἶνε ἕρση, [[ἐέρση]]. 2) παρὰ ποιηταῖς, [[ὕδωρ]], ποντία δρ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 904· δρόσῳ ἐναλίᾳ, θαλασσίᾳ, Εὐρ. Ι. Τ. 255, 1192· ποταμίᾳ δρ. ὁ αὐτ. Ἱππ. 127· ποταμίαισι δρόσοις [[αὐτόθι]] 77· ἐπὶ κρηναίαισι δρόσοις ὁ αὐτ. Ι. Α. 182· [[ὡσαύτως]] μόνον [[δρόσος]], Ἀχελῴου δρ. ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 167· καθαραῖς δρόσοις ὁ αὐτ. Ἴωνι 97· ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ἀριστοφ. Βατρ. 1339· πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου rore puro Castaliae. 3) ἐπὶ ἄλλων ὑγρῶν ἢ ποτῶν, δρ. ἀμπέλου Πίνδ. Ο. 7. 2· δρ. φονία Αἰσχύλ. Ἀγ. 1390, κτλ.·- μεταφ., [[δρόσος]] ὕμνων Πίνδ. Π. 5. 134· πρβλ. ἄρδω. ΙΙ. ὡς τὸ ἕρση ΙΙ, μεταφ., τὰ νεογνὰ τῶν ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 141. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> rosée ; <i>fig. en parl. de toute chose tendre ou délicate (petit d’un animal, etc.)</i> ; duvet naissant;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> eau, <i>particul.</i> eau de mer, eau de fleuve, eau de source;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> tout liquide.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A dew, Hdt.2.68, Pl.Ti.59e: pl., A.Ag.336, S.Aj.1208 (lyr.), etc. 2 in Poets, pure water, ποντία δ. A.Eu.904; δρόσῳ ἐναλίᾳ, θαλασσίᾳ, E.IT255, 1192; ποταμίᾳ δ. Id.Hipp.127 (lyr.); ποταμίαισι δρόσοις ib.78; ἐπὶ κρηναίαισι δρόσοις Id.IA182 (lyr.); δρόσος alone, Ἀχελῴου δ. Id.Andr.167; καθαραῖς δρόσοις Id.Ion 96 (lyr.); ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ar.Ra.1339. 3 of other liquids, δ. ἀμπέλου Pi.O.7.2; δ. φοινία A.Ag.1390, etc.; ἀπόπτυστος Ar.Eq. 1285; of oil, AP5.3 (Phld.); of honey, Philostr.Her.19.19; δ. καλάμου sugar, Antyll. ap. Orib.10.27.18: metaph., δρόσος κώμων Pi.P. 5.99. 4 down on the cheek, δ. καὶ χνοῦς Ar.Nu.978, cf. Plu.2.79d. II metaph., the young of animals, A.Ag.141 (lyr., pl.): in sg., δ. Ἡφαίστοιο Call.Hec.1.2.3.
German (Pape)
[Seite 668] ἡ, der Thau, Plat. Tim. 59 e u. A.; im plur., Aesch. Ag. 327. 547, wie Soph. Ai. 1187. – Uebertr., von jedem Wasser, ποντία δρόσος, Meerwasser, Aesch. Eum. 864, wie ἐναλία, θαλασσία, Eur. I. T. 255. 1192; ποταμία, Hipp. 127; κρηναῖαι I. A. 182; ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ar. Ran. 1339. Auch φονία, Blut, Aesch. Ag. 1363; ἀμπέλου, Wein, Pind. Ol. 7, 2; vgl. P. 5, 20. 60; ἐλαιηρή, Oel, Philod. 17 (V, 4); ἀπόπτυστος, = σπέρμα, Ar. Equ. 1285; Honig, Philostr., wo Iac. p. 134 zu vgl. Uebh. alles Weiche, Zarte; von jungen Thieren, Aesch. Ag. 139; καὶ χνοῦς, Flaumhaar, Ar. Nubb. 972. Vgl. ἔρση.
Greek (Liddell-Scott)
δρόσος: ἡ· (πρβλ. Σανσκρ. ras-as (sucus), Λατ. ros, Σλαυ. rosa· ἴδε ὡσαύτως ἕρση)·- «δροσιά», Ἡρόδ. 2. 68, Πλάτ. Τιμ. 59Ε· καὶ ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 336, Σοφ. Αἴ. 1208, κτλ.·- ἡ Ὁμηρικὴ λέξις εἶνε ἕρση, ἐέρση. 2) παρὰ ποιηταῖς, ὕδωρ, ποντία δρ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 904· δρόσῳ ἐναλίᾳ, θαλασσίᾳ, Εὐρ. Ι. Τ. 255, 1192· ποταμίᾳ δρ. ὁ αὐτ. Ἱππ. 127· ποταμίαισι δρόσοις αὐτόθι 77· ἐπὶ κρηναίαισι δρόσοις ὁ αὐτ. Ι. Α. 182· ὡσαύτως μόνον δρόσος, Ἀχελῴου δρ. ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 167· καθαραῖς δρόσοις ὁ αὐτ. Ἴωνι 97· ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ἀριστοφ. Βατρ. 1339· πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου rore puro Castaliae. 3) ἐπὶ ἄλλων ὑγρῶν ἢ ποτῶν, δρ. ἀμπέλου Πίνδ. Ο. 7. 2· δρ. φονία Αἰσχύλ. Ἀγ. 1390, κτλ.·- μεταφ., δρόσος ὕμνων Πίνδ. Π. 5. 134· πρβλ. ἄρδω. ΙΙ. ὡς τὸ ἕρση ΙΙ, μεταφ., τὰ νεογνὰ τῶν ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 141.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
I. rosée ; fig. en parl. de toute chose tendre ou délicate (petit d’un animal, etc.) ; duvet naissant;
II. p. ext.
1 eau, particul. eau de mer, eau de fleuve, eau de source;
2 en gén. tout liquide.
Étymologie: DELG étym. obscure.