γέντο: Difference between revisions
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γέντο''': ἥρπασεν, = ἔλαβεν, γ΄ ἑνικ. παλαιοῦ τινος ῥήματος εὑρισκόμενον μόνον ἐν τούτῳ τῷ τύπῳ, Ἰλ. Θ. 43, Ν. 25, 241, κτλ.·- λέγεται δὲ ὅτι [[εἶναι]] Αἰολ. ἀντὶ τοῦ ἕλετο, ὡς [[κέντο]] ἀντὶ κέλετο, [[ἦνθον]] ἀντὶ ἦλθον, κατ’ ἄλλους ἐκ τῆς ῥίζης γεμ ([[γέμω]]). ΙΙ. συγκεκομμ. ἀντὶ ἐγένετο, ἴδε ἐν λ. [[γίγνομαι]]. | |lstext='''γέντο''': ἥρπασεν, = ἔλαβεν, γ΄ ἑνικ. παλαιοῦ τινος ῥήματος εὑρισκόμενον μόνον ἐν τούτῳ τῷ τύπῳ, Ἰλ. Θ. 43, Ν. 25, 241, κτλ.·- λέγεται δὲ ὅτι [[εἶναι]] Αἰολ. ἀντὶ τοῦ ἕλετο, ὡς [[κέντο]] ἀντὶ κέλετο, [[ἦνθον]] ἀντὶ ἦλθον, κατ’ ἄλλους ἐκ τῆς ῥίζης γεμ ([[γέμω]]). ΙΙ. συγκεκομμ. ἀντὶ ἐγένετο, ἴδε ἐν λ. [[γίγνομαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>3ᵉ sg. ao. d’un verbe inus.</i><br />il prit, il saisit, acc..<br />'''Étymologie:''' pê éol. p. *Ϝέλετο, ἕλετο, 3ᵉ sg. ao.2 Moy. de [[αἱρέω]].<br /><span class="bld">2</span><i>3ᵉ sg. poét. (par sync. p.</i> ἐγένετο) <i>ao.2 de</i> [[γίγνομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
A he grasped, = ἔλαβεν, 3sg. of Verb found only in this form, Il.8.43, al. (Cf. ἀπόγεμε· ἄφελκε, and ὕγγεμος· συλλαβή (Cypr.), Hsch.) II shortd. form for ἐγένετο, v. γίγνομαι.
German (Pape)
[Seite 484] er faßte, dor. oder äol. aus ἕλετο, ἕλτο gebildet, vgl. κέλετο κέντο, Alcman bei Eustath. Iliad. 9, 363 p. 756, 32 ἕλετο ἕντο, καὶ Δωρικῶς γέντο, κέλετο κέντο παρὰ Ἀλκμᾶνι (Bergk L. G. ed. 2 p. 659). Hom. hat γέντο fünfmal, γέντο δ' ἱμάσθλην Versende Iliad. 8, 43. 13, 25; γέντο δὲ δοῦρε Versende, Iliad. 13, 241; γέντο δὲ χειρί
Greek (Liddell-Scott)
γέντο: ἥρπασεν, = ἔλαβεν, γ΄ ἑνικ. παλαιοῦ τινος ῥήματος εὑρισκόμενον μόνον ἐν τούτῳ τῷ τύπῳ, Ἰλ. Θ. 43, Ν. 25, 241, κτλ.·- λέγεται δὲ ὅτι εἶναι Αἰολ. ἀντὶ τοῦ ἕλετο, ὡς κέντο ἀντὶ κέλετο, ἦνθον ἀντὶ ἦλθον, κατ’ ἄλλους ἐκ τῆς ῥίζης γεμ (γέμω). ΙΙ. συγκεκομμ. ἀντὶ ἐγένετο, ἴδε ἐν λ. γίγνομαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao. d’un verbe inus.
il prit, il saisit, acc..
Étymologie: pê éol. p. *Ϝέλετο, ἕλετο, 3ᵉ sg. ao.2 Moy. de αἱρέω.
23ᵉ sg. poét. (par sync. p. ἐγένετο) ao.2 de γίγνομαι.