ληίζομαι: Difference between revisions
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
(6_12) |
(Autenrieth) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ληίζομαι''': Ἡσ., Ἡρόδ.· Ἀττ. [[λῄζομαι]], Ξεν., Ἀνθ. ΙΙ. 9. 410· [[ὡσαύτως]] [[λεΐζομαι]], [[αὐτόθι]] 6. 169· Ἀττ. παρατ. ἐλῃζόμην Θουκ. 1. 24, κτλ.· μέλλ. ληίσομαι Ἡρόδ. 6. 86, 3, Ἐπικ. ληίσσομαι Ἡσ.· ἀόρ. ἐληισάμην Ἡροδ., Ἐπικ. ληίσσατο Ὅμ., Ἀττ. ἐλῄσατο Εὐρ. Τρῳ. 866· πρκμ. ἐπὶ παθ. σημασ. λέλῃσμαι, ἴδε κατωτ. ΙΙ.· ἀποθ. (Πιθ. ἐκ τῆς √ΛΑF, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ ἀπολαύω, ὃ ἴδε· [[ὁπόθεν]] καὶ αἱ λέξ. [[λεία]], [[ληίς]], κτλ.). Λαμβάνω ὡς λάφυρον, [[ἀποκομίζω]], [[ἀπάγω]] ὡς λείαν [[εἴτε]] ἀνθρώπους [[εἴτε]] πράγματα, δμωὰς ἃς Ἀχιλεὺς ληίσσατο Ἰλ. Σ. 28, πρβλ. Ὀδ. Α. 398., Ψ. 357, Ἡρόδ. 3. 47., 4. 110, κ. ἀλλ.· ἐκ δόμων δάμαρτα... ἐλῄσατο Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐκ τῆς Ἀττικῆς Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 1, κτλ.· - [[καθόλου]], [[λαμβάνω]] διὰ τῆς βίας, [[κερδαίνω]], κτῶμαι, ὄλβον ἀπὸ γλώσσης ληίσσεται Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 320· οὐ γάρ τι γυναικὸς ἀνὴρ ληίζετ’ ἄμεινον τῆς ἀγαθῆς [[αὐτόθι]] 700, πρβλ. Σιμων. Ἰαμβογρ. 6. 2) [[λῃστεύω]], λεηλατῶ, λαφυραγωγῶ, ἰδίως δι’ ἐπιδρομῶν, ἀλλήλους Θουκ. 1. 5, πρβλ. 3. 85., 5. 115, Ἀνδοκ. 13. 37, κτλ.· χώραν Ξεν. Ἀν. 4. 8, 23· τὴν θάλατταν Διόδ. 11. 88· μεταφορ., λ. τὴν τῶν ζῴων φύσιν Πλάτ. Ἐπιν. 976Α. 3) ἀπολ., λαφυραγωγῶ, λεηλατῶ, Ἡρόδ. 4. 112, Λυσ. 160. 13, κτλ. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ληίζω ἀπαντᾷ ἐν τοῖς πλείστοις Ἀντιγράφ. τοῦ Θουκ. 3. 85., 4. 41· καὶ ὑποστρηρίζεται ὑπὸ τῆς παθητ. χρήσεως τοῦ ῥήματος, = ἀπάγομαι λῃστρικῶς, ἐκ τῆς βαρβάρου λελῃσμένη Εὐρ. Μήδ. 256· γυναικός... οὐ βίᾳ λελῃσμένης ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ 373· οὔ τι που λελῄσμεθ’ ἐξ ἄντρων [[λέχος]]; δέν μου ἡρπάγη, [[στοχάζομαι]], ἡ γυνὴ ἐκ τοῦ σπηλαίου; ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 475· ληιζόμενος Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 14· ληισθεὶς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 400. | |lstext='''ληίζομαι''': Ἡσ., Ἡρόδ.· Ἀττ. [[λῄζομαι]], Ξεν., Ἀνθ. ΙΙ. 9. 410· [[ὡσαύτως]] [[λεΐζομαι]], [[αὐτόθι]] 6. 169· Ἀττ. παρατ. ἐλῃζόμην Θουκ. 1. 24, κτλ.· μέλλ. ληίσομαι Ἡρόδ. 6. 86, 3, Ἐπικ. ληίσσομαι Ἡσ.· ἀόρ. ἐληισάμην Ἡροδ., Ἐπικ. ληίσσατο Ὅμ., Ἀττ. ἐλῄσατο Εὐρ. Τρῳ. 866· πρκμ. ἐπὶ παθ. σημασ. λέλῃσμαι, ἴδε κατωτ. ΙΙ.· ἀποθ. (Πιθ. ἐκ τῆς √ΛΑF, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ ἀπολαύω, ὃ ἴδε· [[ὁπόθεν]] καὶ αἱ λέξ. [[λεία]], [[ληίς]], κτλ.). Λαμβάνω ὡς λάφυρον, [[ἀποκομίζω]], [[ἀπάγω]] ὡς λείαν [[εἴτε]] ἀνθρώπους [[εἴτε]] πράγματα, δμωὰς ἃς Ἀχιλεὺς ληίσσατο Ἰλ. Σ. 28, πρβλ. Ὀδ. Α. 398., Ψ. 357, Ἡρόδ. 3. 47., 4. 110, κ. ἀλλ.· ἐκ δόμων δάμαρτα... ἐλῄσατο Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐκ τῆς Ἀττικῆς Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 1, κτλ.· - [[καθόλου]], [[λαμβάνω]] διὰ τῆς βίας, [[κερδαίνω]], κτῶμαι, ὄλβον ἀπὸ γλώσσης ληίσσεται Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 320· οὐ γάρ τι γυναικὸς ἀνὴρ ληίζετ’ ἄμεινον τῆς ἀγαθῆς [[αὐτόθι]] 700, πρβλ. Σιμων. Ἰαμβογρ. 6. 2) [[λῃστεύω]], λεηλατῶ, λαφυραγωγῶ, ἰδίως δι’ ἐπιδρομῶν, ἀλλήλους Θουκ. 1. 5, πρβλ. 3. 85., 5. 115, Ἀνδοκ. 13. 37, κτλ.· χώραν Ξεν. Ἀν. 4. 8, 23· τὴν θάλατταν Διόδ. 11. 88· μεταφορ., λ. τὴν τῶν ζῴων φύσιν Πλάτ. Ἐπιν. 976Α. 3) ἀπολ., λαφυραγωγῶ, λεηλατῶ, Ἡρόδ. 4. 112, Λυσ. 160. 13, κτλ. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ληίζω ἀπαντᾷ ἐν τοῖς πλείστοις Ἀντιγράφ. τοῦ Θουκ. 3. 85., 4. 41· καὶ ὑποστρηρίζεται ὑπὸ τῆς παθητ. χρήσεως τοῦ ῥήματος, = ἀπάγομαι λῃστρικῶς, ἐκ τῆς βαρβάρου λελῃσμένη Εὐρ. Μήδ. 256· γυναικός... οὐ βίᾳ λελῃσμένης ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ 373· οὔ τι που λελῄσμεθ’ ἐξ ἄντρων [[λέχος]]; δέν μου ἡρπάγη, [[στοχάζομαι]], ἡ γυνὴ ἐκ τοῦ σπηλαίου; ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 475· ληιζόμενος Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 14· ληισθεὶς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 400. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=fut. ληίσσομαι, aor. ληίσσατο: [[carry]] [[off]] as [[booty]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:31, 15 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ληίζομαι: Ἡσ., Ἡρόδ.· Ἀττ. λῄζομαι, Ξεν., Ἀνθ. ΙΙ. 9. 410· ὡσαύτως λεΐζομαι, αὐτόθι 6. 169· Ἀττ. παρατ. ἐλῃζόμην Θουκ. 1. 24, κτλ.· μέλλ. ληίσομαι Ἡρόδ. 6. 86, 3, Ἐπικ. ληίσσομαι Ἡσ.· ἀόρ. ἐληισάμην Ἡροδ., Ἐπικ. ληίσσατο Ὅμ., Ἀττ. ἐλῄσατο Εὐρ. Τρῳ. 866· πρκμ. ἐπὶ παθ. σημασ. λέλῃσμαι, ἴδε κατωτ. ΙΙ.· ἀποθ. (Πιθ. ἐκ τῆς √ΛΑF, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ ἀπολαύω, ὃ ἴδε· ὁπόθεν καὶ αἱ λέξ. λεία, ληίς, κτλ.). Λαμβάνω ὡς λάφυρον, ἀποκομίζω, ἀπάγω ὡς λείαν εἴτε ἀνθρώπους εἴτε πράγματα, δμωὰς ἃς Ἀχιλεὺς ληίσσατο Ἰλ. Σ. 28, πρβλ. Ὀδ. Α. 398., Ψ. 357, Ἡρόδ. 3. 47., 4. 110, κ. ἀλλ.· ἐκ δόμων δάμαρτα... ἐλῄσατο Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐκ τῆς Ἀττικῆς Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 1, κτλ.· - καθόλου, λαμβάνω διὰ τῆς βίας, κερδαίνω, κτῶμαι, ὄλβον ἀπὸ γλώσσης ληίσσεται Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 320· οὐ γάρ τι γυναικὸς ἀνὴρ ληίζετ’ ἄμεινον τῆς ἀγαθῆς αὐτόθι 700, πρβλ. Σιμων. Ἰαμβογρ. 6. 2) λῃστεύω, λεηλατῶ, λαφυραγωγῶ, ἰδίως δι’ ἐπιδρομῶν, ἀλλήλους Θουκ. 1. 5, πρβλ. 3. 85., 5. 115, Ἀνδοκ. 13. 37, κτλ.· χώραν Ξεν. Ἀν. 4. 8, 23· τὴν θάλατταν Διόδ. 11. 88· μεταφορ., λ. τὴν τῶν ζῴων φύσιν Πλάτ. Ἐπιν. 976Α. 3) ἀπολ., λαφυραγωγῶ, λεηλατῶ, Ἡρόδ. 4. 112, Λυσ. 160. 13, κτλ. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ληίζω ἀπαντᾷ ἐν τοῖς πλείστοις Ἀντιγράφ. τοῦ Θουκ. 3. 85., 4. 41· καὶ ὑποστρηρίζεται ὑπὸ τῆς παθητ. χρήσεως τοῦ ῥήματος, = ἀπάγομαι λῃστρικῶς, ἐκ τῆς βαρβάρου λελῃσμένη Εὐρ. Μήδ. 256· γυναικός... οὐ βίᾳ λελῃσμένης ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ 373· οὔ τι που λελῄσμεθ’ ἐξ ἄντρων λέχος; δέν μου ἡρπάγη, στοχάζομαι, ἡ γυνὴ ἐκ τοῦ σπηλαίου; ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 475· ληιζόμενος Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 14· ληισθεὶς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 400.