κνίδη: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνίδη''': ῑ, ἡ, ([[κνίζω]]) «τσουκνίδα», Λατ. urtica, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 9, Θεόκρ. 7. 110, Διοσκ. 4. 94, Ἀνθ. Π. 12, 124˙ ― κατὰ τὸν Μοῖριν: «[[ἀκαλήφη]] Ἀττικοί, [[κνίδη]] Ἕλληνες». ΙΙ. [[θαλασσία]] [[κνίδη]], [[εἶδος]] μαλακίου, [[ὅπερ]] ἐγγιζόμενον προξενεῖ κνησμὸν ὡς ἡ [[κνίδη]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 1, καὶ ἀλλ.˙ καλούμενον καὶ [[ἀκαλήφη]], π. Ζ. Μορ. 4. 5, 48, Αθήν. 20Α. ― Ἀμφότεραι αἱ ἔννοιαι συνυπάρχουσι παρὰ τῷ Ἀρχεστρ. ἐν Ἀθην. 285C.
|lstext='''κνίδη''': ῑ, ἡ, ([[κνίζω]]) «τσουκνίδα», Λατ. urtica, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 9, Θεόκρ. 7. 110, Διοσκ. 4. 94, Ἀνθ. Π. 12, 124˙ ― κατὰ τὸν Μοῖριν: «[[ἀκαλήφη]] Ἀττικοί, [[κνίδη]] Ἕλληνες». ΙΙ. [[θαλασσία]] [[κνίδη]], [[εἶδος]] μαλακίου, [[ὅπερ]] ἐγγιζόμενον προξενεῖ κνησμὸν ὡς ἡ [[κνίδη]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 1, καὶ ἀλλ.˙ καλούμενον καὶ [[ἀκαλήφη]], π. Ζ. Μορ. 4. 5, 48, Αθήν. 20Α. ― Ἀμφότεραι αἱ ἔννοιαι συνυπάρχουσι παρὰ τῷ Ἀρχεστρ. ἐν Ἀθην. 285C.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />ortie, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[κνίζω]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνίδη Medium diacritics: κνίδη Low diacritics: κνίδη Capitals: ΚΝΙΔΗ
Transliteration A: knídē Transliteration B: knidē Transliteration C: knidi Beta Code: kni/dh

English (LSJ)

[ῑ], (κνίζω)

   A nettle, Urtica, Hp.Vict.2.54, Arist.HA522a8, Theoc.7.110, Nic.Th.880, AP12.124 (Artemo); = ἀκαλήφη, Dsc.4.93 (un-Attic, acc. to Moer.p.66P.).    II sea-nettle, Actinia, Arist. HA548a23.—Both senses combined, Archestr.Fr.9.7.

German (Pape)

[Seite 1461] ἡ (κνίζω), – 1) Nessel, Brennnessel, nach Moeris hellenistisch für das attische ἀκαλήφη; Beides steht neben einander Archestrat. bei Ath. VII, 285 c; ἐν κνίδαισι καθεύδειν Theocr. 7, 109; Sp. – 2) eine Molluskenart, welche beim Berühren ein Brennen, wie die Nessel verursacht, Meernessel; Arist. H. A. 5, 16 part. an. 4, 5; Ath. III, 90.

Greek (Liddell-Scott)

κνίδη: ῑ, ἡ, (κνίζω) «τσουκνίδα», Λατ. urtica, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 9, Θεόκρ. 7. 110, Διοσκ. 4. 94, Ἀνθ. Π. 12, 124˙ ― κατὰ τὸν Μοῖριν: «ἀκαλήφη Ἀττικοί, κνίδη Ἕλληνες». ΙΙ. θαλασσία κνίδη, εἶδος μαλακίου, ὅπερ ἐγγιζόμενον προξενεῖ κνησμὸν ὡς ἡ κνίδη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 1, καὶ ἀλλ.˙ καλούμενον καὶ ἀκαλήφη, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 48, Αθήν. 20Α. ― Ἀμφότεραι αἱ ἔννοιαι συνυπάρχουσι παρὰ τῷ Ἀρχεστρ. ἐν Ἀθην. 285C.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ortie, plante.
Étymologie: DELG cf. κνίζω.