γάδος: Difference between revisions
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
(6_12) |
(7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γάδος''': ἰχθύς, ὁ αὐτὸς καὶ [[ὄνος]], Δωρίων παρ’Ἀθην. 315F. | |lstext='''γάδος''': ἰχθύς, ὁ αὐτὸς καὶ [[ὄνος]], Δωρίων παρ’Ἀθην. 315F. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[γάδος]])<br />ο [[μπακαλιάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[ομοιότητα]] της λ. [[γάδος]] με τα [[γάδαρος]], [[γαϊδάριον]], [[γάιδαρος]] [[είναι]] συμπτωματική και η υποστηριχθείσα ετυμολογική τους [[σύνδεση]] δεν έχει ισχυρή [[βάση]]. Το ότι το [[είδος]] αυτό του ψαριού ονομάστηκε γενικά «<i>όνος</i>» (Δωρίων) ερμηνεύεται από το σύνηθες [[φαινόμενο]] οι ονομασίες των ζώων της ξηράς να χρησιμοποιούνται και για θαλάσσια ζώα. Το πιθανότερο [[είναι]] να προήλθε η [[ονομασία]] του μπακαλιάρου από το γκρίζο [[χρώμα]] του που μοιάζει με του γαϊδάρου (<b>βλ.</b> και λ. [[γάιδαρος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
a
A fish, = ὄνος, Dorio ap.Ath.7.315f. II = γάνδος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 470] ὁ, ein Fisch, sonst ὄνος, Dorio bei Ath. VII, 315 f.
Greek (Liddell-Scott)
γάδος: ἰχθύς, ὁ αὐτὸς καὶ ὄνος, Δωρίων παρ’Ἀθην. 315F.
Greek Monolingual
ο (Α γάδος)
ο μπακαλιάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ομοιότητα της λ. γάδος με τα γάδαρος, γαϊδάριον, γάιδαρος είναι συμπτωματική και η υποστηριχθείσα ετυμολογική τους σύνδεση δεν έχει ισχυρή βάση. Το ότι το είδος αυτό του ψαριού ονομάστηκε γενικά «όνος» (Δωρίων) ερμηνεύεται από το σύνηθες φαινόμενο οι ονομασίες των ζώων της ξηράς να χρησιμοποιούνται και για θαλάσσια ζώα. Το πιθανότερο είναι να προήλθε η ονομασία του μπακαλιάρου από το γκρίζο χρώμα του που μοιάζει με του γαϊδάρου (βλ. και λ. γάιδαρος)].