αὐθιγενής: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐθιγενής''': Ἰων. [[αὐτιγενής]], ές: -[[αὐτόχθων]], [[ἰθαγενής]], [[ἐπιχώριος]], [[ἐντόπιος]], Λατ. indigena, τῷ αὐτιγενεῖ θεῷ Ἡρόδ. 4. 180, πρβλ. Διο. Ἁλ. 1. 9· αὐτιγενεῖς ποταμοὶ Σκυθικοί, οἱ [[ἐκεῖ]] ἔχοντες τὰς πηγὰς αὐτῶν, Ἡρόδ. 4. 48· τὸ δὲ [[ὕδωρ]] τὸ ἐν τῇ λίμνῃ αὐτογενὲς μὲν οὐκ ἔστι, δὲν πηγάζει [[ἐκεῖ]], ὁ αὐτ. 2. 149· [[κυπάρισσος]] Εὐρ. Ἀποσπ. 475a· [[οἶνος]] Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 70· [[γνήσιος]], [[εἰλικρινής]], [[ἰάλεμος]] Εὐρ. Ρῆσ. 895· «[[αὐθιγενής]]. [[αὐτόχθων]], [[γνήσιος]], [[ἰθαγενής]].» καὶ «αὐθιγενές· ἐγγενές, ἐπίγονον» Ἡσύχ.
|lstext='''αὐθιγενής''': Ἰων. [[αὐτιγενής]], ές: -[[αὐτόχθων]], [[ἰθαγενής]], [[ἐπιχώριος]], [[ἐντόπιος]], Λατ. indigena, τῷ αὐτιγενεῖ θεῷ Ἡρόδ. 4. 180, πρβλ. Διο. Ἁλ. 1. 9· αὐτιγενεῖς ποταμοὶ Σκυθικοί, οἱ [[ἐκεῖ]] ἔχοντες τὰς πηγὰς αὐτῶν, Ἡρόδ. 4. 48· τὸ δὲ [[ὕδωρ]] τὸ ἐν τῇ λίμνῃ αὐτογενὲς μὲν οὐκ ἔστι, δὲν πηγάζει [[ἐκεῖ]], ὁ αὐτ. 2. 149· [[κυπάρισσος]] Εὐρ. Ἀποσπ. 475a· [[οἶνος]] Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 70· [[γνήσιος]], [[εἰλικρινής]], [[ἰάλεμος]] Εὐρ. Ρῆσ. 895· «[[αὐθιγενής]]. [[αὐτόχθων]], [[γνήσιος]], [[ἰθαγενής]].» καὶ «αὐθιγενές· ἐγγενές, ἐπίγονον» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />né dans le lieu même : αὐτιγενὴς <i>(ion.)</i> [[θεός]] HDT dieu indigène ; ποταμὸς [[αὐθιγενής]] HDT fleuve qui a sa source dans le pays ; [[οὐκ]] αὐθιγενὲς [[ὕδωρ]] HDT eau qui ne vient pas d’une source naturelle.<br />'''Étymologie:''' [[αὖθι]], [[γένος]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθῐγενής Medium diacritics: αὐθιγενής Low diacritics: αυθιγενής Capitals: ΑΥΘΙΓΕΝΗΣ
Transliteration A: authigenḗs Transliteration B: authigenēs Transliteration C: afthigenis Beta Code: au)qigenh/s

English (LSJ)

ές,

   A born on the spot, born in the country, native, Μοῦσα B.2.11; θεός Hdt.4.180; ἔθνος D.H.1.9, cf. Luc.Herm.24; αὐ. ποταμοὶ Σκυθικοί the Scythian rivers that rise in the country, Hdt.4.48; τὸ ὕδωρ . . αὐ. μὲν οὔκ ἐστι not from a natural spring, Id.2.149; δόκος E. Fr.472.5 (lyr.); οἶνος Anaxandr.41.71; αὐ. καὶ ἄκρατος ἀλλοτρίοις ἤθεσι βίος τῶν ἐνύδρων Plu.2.976a; αὐ. καὶ αὐτόχθων ἐλευθερία IG7.2713.38 (speech of Nero).    2 genuine, sincere, ἰάλεμος E.Rh. 895 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐθιγενής: Ἰων. αὐτιγενής, ές: -αὐτόχθων, ἰθαγενής, ἐπιχώριος, ἐντόπιος, Λατ. indigena, τῷ αὐτιγενεῖ θεῷ Ἡρόδ. 4. 180, πρβλ. Διο. Ἁλ. 1. 9· αὐτιγενεῖς ποταμοὶ Σκυθικοί, οἱ ἐκεῖ ἔχοντες τὰς πηγὰς αὐτῶν, Ἡρόδ. 4. 48· τὸ δὲ ὕδωρ τὸ ἐν τῇ λίμνῃ αὐτογενὲς μὲν οὐκ ἔστι, δὲν πηγάζει ἐκεῖ, ὁ αὐτ. 2. 149· κυπάρισσος Εὐρ. Ἀποσπ. 475a· οἶνος Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 70· γνήσιος, εἰλικρινής, ἰάλεμος Εὐρ. Ρῆσ. 895· «αὐθιγενής. αὐτόχθων, γνήσιος, ἰθαγενής.» καὶ «αὐθιγενές· ἐγγενές, ἐπίγονον» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né dans le lieu même : αὐτιγενὴς (ion.) θεός HDT dieu indigène ; ποταμὸς αὐθιγενής HDT fleuve qui a sa source dans le pays ; οὐκ αὐθιγενὲς ὕδωρ HDT eau qui ne vient pas d’une source naturelle.
Étymologie: αὖθι, γένος.