συνδιαλύω: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(6_13a) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνδιαλύω''': μέλλ. -λύσω, βοηθῶ εἰς διάλυσιν, [[καθησυχάζω]] [[ὁμοῦ]], [[καταπαύω]], τὰς ταραχὰς Ἰσοκρ. 68C, 2) συνδιαλλάττω, συμφιλιώνω, Δημ. 897. 28. 3) Μέσ., [[συνεισφέρω]] πρὸς ἐξόφλησιν, Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 45. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., διαλύομαι, ἐξαφανίζομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, συναναλίσκομαι, [[ὁμοῦ]] τινι Πλούτ. 2. 823Ε. | |lstext='''συνδιαλύω''': μέλλ. -λύσω, βοηθῶ εἰς διάλυσιν, [[καθησυχάζω]] [[ὁμοῦ]], [[καταπαύω]], τὰς ταραχὰς Ἰσοκρ. 68C, 2) συνδιαλλάττω, συμφιλιώνω, Δημ. 897. 28. 3) Μέσ., [[συνεισφέρω]] πρὸς ἐξόφλησιν, Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 45. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., διαλύομαι, ἐξαφανίζομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, συναναλίσκομαι, [[ὁμοῦ]] τινι Πλούτ. 2. 823Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> aider à faire cesser en même temps (des troubles);<br /><b>2</b> perdre <i>ou</i> dissiper avec, τινι;<br /><i><b>Moy.</b></i> συνδιαλύομαι aider à payer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαλύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
A help in putting an end to, τὰς ταραχάς Isoc.4.134. 2 Med., help to pay, Luc.Dem.Enc.45, Aristid.2.456J. II Pass., to be dissipated, melt away with, δόξα τισὶν ὁμοῦ -ομένη Plu.2.823e; to be abolished at the same time, ἡ τυραννὶς -εται Aen.Gaz.Thphr.p.58B.
German (Pape)
[Seite 1007] (s. λύω), mit, zugleich, zusammen auflösen, versöhnen, ausgleichen; τὰς ταραχάς, Isocr. 4, 134; Dem. 33, 17; Sp.; – im med. bezahlen, Luc. Dem. enc. 45.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαλύω: μέλλ. -λύσω, βοηθῶ εἰς διάλυσιν, καθησυχάζω ὁμοῦ, καταπαύω, τὰς ταραχὰς Ἰσοκρ. 68C, 2) συνδιαλλάττω, συμφιλιώνω, Δημ. 897. 28. 3) Μέσ., συνεισφέρω πρὸς ἐξόφλησιν, Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 45. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., διαλύομαι, ἐξαφανίζομαι ὁμοῦ μετά τινος, συναναλίσκομαι, ὁμοῦ τινι Πλούτ. 2. 823Ε.
French (Bailly abrégé)
1 aider à faire cesser en même temps (des troubles);
2 perdre ou dissiper avec, τινι;
Moy. συνδιαλύομαι aider à payer.
Étymologie: σύν, διαλύω.