ἀφέψω: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφέψω''': μέλλ. ἀφεψήσω, Ἰων. [[ἀπέψω]], κτλ. ― Καθαρίζω, [[διυλίζω]], ἢ «λαγαρίζω» διὰ βρασμοῦ, καρπὸν Ἡρόδ. 2. 94· ― ἰδίως, [[βράζω]] τι μέχρις ἀπαλλαγῆς [[αὐτοῦ]] ἀπὸ σκωρίας καὶ ἀκαθαρσίας, [[καθαρίζω]], «λαγαρίζω», [[χρυσίον]] καθαρώτατον ἀπεψήσας ὁ αὐτ. 4. 166· τὸν Δῆμον ἀφεψήσας .. καλὸν ἐξ αἰσχροῦ πεποίηκα Ἀριστοφ. Ἱππ. 1321, πρβλ. 1336: ― Παθ.. [[ὕδωρ]] ἀπεψημένον Ἡρόδ. 1. 188. Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· [[ὥσπερ]] ἀφηψημένον τὸ τοῦ Νείλου [[ὕδωρ]] ἐστὶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 258. 2) [[καταναλίσκω]] διὰ βρασμοῦ, τοῦ ὕδατος [[μέρος]] τι Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 37: ― Παθ., ἀφέψεται τὸ ἁλμυρὸν ὁ αὐτ. Πρβλ. 23, 18· τοῦ ὀγδόου μόνον ἀφεψηθέντος Πολύβ. 34. 10, πρβλ. [[ἄπεφθος]].
|lstext='''ἀφέψω''': μέλλ. ἀφεψήσω, Ἰων. [[ἀπέψω]], κτλ. ― Καθαρίζω, [[διυλίζω]], ἢ «λαγαρίζω» διὰ βρασμοῦ, καρπὸν Ἡρόδ. 2. 94· ― ἰδίως, [[βράζω]] τι μέχρις ἀπαλλαγῆς [[αὐτοῦ]] ἀπὸ σκωρίας καὶ ἀκαθαρσίας, [[καθαρίζω]], «λαγαρίζω», [[χρυσίον]] καθαρώτατον ἀπεψήσας ὁ αὐτ. 4. 166· τὸν Δῆμον ἀφεψήσας .. καλὸν ἐξ αἰσχροῦ πεποίηκα Ἀριστοφ. Ἱππ. 1321, πρβλ. 1336: ― Παθ.. [[ὕδωρ]] ἀπεψημένον Ἡρόδ. 1. 188. Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· [[ὥσπερ]] ἀφηψημένον τὸ τοῦ Νείλου [[ὕδωρ]] ἐστὶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 258. 2) [[καταναλίσκω]] διὰ βρασμοῦ, τοῦ ὕδατος [[μέρος]] τι Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 37: ― Παθ., ἀφέψεται τὸ ἁλμυρὸν ὁ αὐτ. Πρβλ. 23, 18· τοῦ ὀγδόου μόνον ἀφεψηθέντος Πολύβ. 34. 10, πρβλ. [[ἄπεφθος]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀφεψήσω;<br />purifier <i>ou</i> amollir par la cuisson ; redonner du brillant à un métal.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἕψω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφέψω Medium diacritics: ἀφέψω Low diacritics: αφέψω Capitals: ΑΦΕΨΩ
Transliteration A: aphépsō Transliteration B: aphepsō Transliteration C: afepso Beta Code: a)fe/yw

English (LSJ)

(later ἀφεψ-άω, part.

   A -ῶντες Olymp. in Mete.164.35), Ion. ἀπέψω:—purify or refine by boiling off the refuse, boil down, καρπόν Hdt. 2.94; τι εἰς τὸ τρίτον Dsc.5.6; esp. free of dross, refine, χρυσίον καθαρώτατον ἀπεψήσας Id.4.166; τὸν Δῆμον ἀφεψήσας . . καλὸν ἐξ αἰσχροῦ πεποίηκα Ar.Eq.1321, cf. 1336:—Pass., ὕδωρ ἀπεψημένον Hdt. 1.188, cf. Hp.Aër.8, Dsc.2.107.    2 boil off, τοῦ ὕδατος μέρος τι Arist.Mete.359a30:—Pass., ἀφέψεται τὸ ἁλμυρόν Id.Pr.933b15; τοῦ ὀγδόου μόνον ἀφεψηθέντος Plb.34.10.12; cf. ἄπεφθος.

German (Pape)

[Seite 409] (s. ἕψω), abkochen, ὕδατος ἀπεψημένου Her. 1, 188; ἀπέψουσι 2, 94; Sp., z. B. Ath. X, 429 c; vom Golde Pol. 34, 10. Bei Ar. Equ. 1315 (vgl. 1333) enthält Δῆμον ἀφεψήσας eine Anspielung auf die Medea, die durch Kochen ihren Vater verjüngte.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφέψω: μέλλ. ἀφεψήσω, Ἰων. ἀπέψω, κτλ. ― Καθαρίζω, διυλίζω, ἢ «λαγαρίζω» διὰ βρασμοῦ, καρπὸν Ἡρόδ. 2. 94· ― ἰδίως, βράζω τι μέχρις ἀπαλλαγῆς αὐτοῦ ἀπὸ σκωρίας καὶ ἀκαθαρσίας, καθαρίζω, «λαγαρίζω», χρυσίον καθαρώτατον ἀπεψήσας ὁ αὐτ. 4. 166· τὸν Δῆμον ἀφεψήσας .. καλὸν ἐξ αἰσχροῦ πεποίηκα Ἀριστοφ. Ἱππ. 1321, πρβλ. 1336: ― Παθ.. ὕδωρ ἀπεψημένον Ἡρόδ. 1. 188. Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· ὥσπερ ἀφηψημένον τὸ τοῦ Νείλου ὕδωρ ἐστὶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 258. 2) καταναλίσκω διὰ βρασμοῦ, τοῦ ὕδατος μέρος τι Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 37: ― Παθ., ἀφέψεται τὸ ἁλμυρὸν ὁ αὐτ. Πρβλ. 23, 18· τοῦ ὀγδόου μόνον ἀφεψηθέντος Πολύβ. 34. 10, πρβλ. ἄπεφθος.

French (Bailly abrégé)

f. ἀφεψήσω;
purifier ou amollir par la cuisson ; redonner du brillant à un métal.
Étymologie: ἀπό, ἕψω.