χλευάζω: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χλευάζω''': μέλλ. -άσω, ([[χλεύη]]) χλεύην ποιοῦμαι, περιγελῶ [[μετὰ]] χλεύης, ἐπισκώπτων καὶ παίζων καὶ χλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 376· τοῖς καταγελῶσι καὶ χλ. καὶ σκώπτουσι Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 12, πρβλ. Πλάτ. Ἐρυξ. 397D, Δημ. 348. 14, Πολύβ., κλπ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ, Πλουτ. Βροῦτ. 45., 2. 504F. 2) μετ’ αἰτ., [[ἐμπαίζω]], περιγελῶ, καταγελῶ, μεταχειρίζομαι ὑβριστικῶς ἢ περιφρονητικῶς, τινὰ Δημ. 78. 12., 348. 14., 1149. 19, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., Πλουτ. Ρωμ. 10, κλπ. - Παθ., χλευάζομαι, ἐμπαίζομαι, καταγελῶμαι [[μετὰ]] χλεύης, ὠργίσθησαν χλευάζεσθαί τ’ ἐβόησαν Ἐπικράτης ὁ Κωμῳδοποιὸς ἐν Ἀδήλ. 1. 31. Ἀριστ. Προβλ. 29. 14, 10, Πλουτ. Σερτ. 13, 25.
|lstext='''χλευάζω''': μέλλ. -άσω, ([[χλεύη]]) χλεύην ποιοῦμαι, περιγελῶ [[μετὰ]] χλεύης, ἐπισκώπτων καὶ παίζων καὶ χλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 376· τοῖς καταγελῶσι καὶ χλ. καὶ σκώπτουσι Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 12, πρβλ. Πλάτ. Ἐρυξ. 397D, Δημ. 348. 14, Πολύβ., κλπ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ, Πλουτ. Βροῦτ. 45., 2. 504F. 2) μετ’ αἰτ., [[ἐμπαίζω]], περιγελῶ, καταγελῶ, μεταχειρίζομαι ὑβριστικῶς ἢ περιφρονητικῶς, τινὰ Δημ. 78. 12., 348. 14., 1149. 19, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., Πλουτ. Ρωμ. 10, κλπ. - Παθ., χλευάζομαι, ἐμπαίζομαι, καταγελῶμαι [[μετὰ]] χλεύης, ὠργίσθησαν χλευάζεσθαί τ’ ἐβόησαν Ἐπικράτης ὁ Κωμῳδοποιὸς ἐν Ἀδήλ. 1. 31. Ἀριστ. Προβλ. 29. 14, 10, Πλουτ. Σερτ. 13, 25.
}}
{{bailly
|btext=railler, se moquer : τινά, railler qqn, tourner qqn en dérision ; [[τι]], se moquer de qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> χλευάζομαι railler.<br />'''Étymologie:''' [[χλεύη]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλευάζω Medium diacritics: χλευάζω Low diacritics: χλευάζω Capitals: ΧΛΕΥΑΖΩ
Transliteration A: chleuázō Transliteration B: chleuazō Transliteration C: chlevazo Beta Code: xleua/zw

English (LSJ)

(χλεύη)

   A jest, scoff, ἐπισκώπτων καὶ παίζων καὶ χ. Ar.Ra. 376 (lyr.); τοῖς καταγελῶσι καὶ χ. καὶ σκώπτουσι Arist.Rh.1379a29, cf. Plb.4.3.13, Cerc.18 ii 5, Phld.Lib.p.29 O., etc.    2 c. acc., scoff, jeer at, treat scornfully, τινα Pl.Erx.397d, D.7.7, 19.23, 47.34, D.C.Fr.109.16; ἐμαυτὴν . . λέληθα χλευάζουσ' Men.Epit.215; c. acc. rei, Plu.Rom.10, etc.:—Med., Id.Brut.45:—Pass., Epicr.11.31 (anap.), Arist.Pr.952b22, Plu.Sert.13, 25, 2.504f.

German (Pape)

[Seite 1358] scherzen, spotten, Ar. Ran. 376; schimpfen, Dem. 19, 23; καὶ σκώπτειν Arist. rhet. 2, 2; – trans., verspotten, spöttisch, höhnisch, übermüthig behandeln, κατεγέλα καὶ ἐχλεύαζε Plat. Eryx. 397 d; Dem. 7, 7; τοὺς μὲν διέσυρε χλευάζων Pol. 4, 3,13; τινός, Plut. Rom. 10; N. T. u. a. Sp.; auch med., τοὺς χλευασομένους καὶ κακῶς ἐροῦντας αὐτόν Plut. Brut. 45.

Greek (Liddell-Scott)

χλευάζω: μέλλ. -άσω, (χλεύη) χλεύην ποιοῦμαι, περιγελῶ μετὰ χλεύης, ἐπισκώπτων καὶ παίζων καὶ χλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 376· τοῖς καταγελῶσι καὶ χλ. καὶ σκώπτουσι Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 12, πρβλ. Πλάτ. Ἐρυξ. 397D, Δημ. 348. 14, Πολύβ., κλπ.· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, Πλουτ. Βροῦτ. 45., 2. 504F. 2) μετ’ αἰτ., ἐμπαίζω, περιγελῶ, καταγελῶ, μεταχειρίζομαι ὑβριστικῶς ἢ περιφρονητικῶς, τινὰ Δημ. 78. 12., 348. 14., 1149. 19, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., Πλουτ. Ρωμ. 10, κλπ. - Παθ., χλευάζομαι, ἐμπαίζομαι, καταγελῶμαι μετὰ χλεύης, ὠργίσθησαν χλευάζεσθαί τ’ ἐβόησαν Ἐπικράτης ὁ Κωμῳδοποιὸς ἐν Ἀδήλ. 1. 31. Ἀριστ. Προβλ. 29. 14, 10, Πλουτ. Σερτ. 13, 25.

French (Bailly abrégé)

railler, se moquer : τινά, railler qqn, tourner qqn en dérision ; τι, se moquer de qch;
Moy. χλευάζομαι railler.
Étymologie: χλεύη.