εἰσφοιτάω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσφοιτάω''': μέλλ. -ήσω, [[ὑπάγω]] συχνά, [[εἰσέρχομαι]] συχνά, [[συχνάζω]] εἴς τι [[μέρος]], ἐσφοιτῶν τ’ ἐς [[τοὐπτάνιον]] κτλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1033· [[πρός]] τινα Εὐρ. Ἀνδρ. 945· - ἐπὶ ἐμπορευμάτων, εἰσάγομαι, [[ἔρχομαι]], τοῦτο τὸ [[ὕφασμα]]... παρ’ ἐκείνων καὶ πρὸς ἡμᾶς ἐσπερφοίτηκεν Δίων Κ. 43, 24.
|lstext='''εἰσφοιτάω''': μέλλ. -ήσω, [[ὑπάγω]] συχνά, [[εἰσέρχομαι]] συχνά, [[συχνάζω]] εἴς τι [[μέρος]], ἐσφοιτῶν τ’ ἐς [[τοὐπτάνιον]] κτλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1033· [[πρός]] τινα Εὐρ. Ἀνδρ. 945· - ἐπὶ ἐμπορευμάτων, εἰσάγομαι, [[ἔρχομαι]], τοῦτο τὸ [[ὕφασμα]]... παρ’ ἐκείνων καὶ πρὸς ἡμᾶς ἐσπερφοίτηκεν Δίων Κ. 43, 24.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> s’introduire <i>ou</i> venir fréquemment dans <i>ou</i> chez;<br /><b>2</b> être importé <i>en parl. de marchandises</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[φοιτάω]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσφοιτάω Medium diacritics: εἰσφοιτάω Low diacritics: εισφοιτάω Capitals: ΕΙΣΦΟΙΤΑΩ
Transliteration A: eisphoitáō Transliteration B: eisphoitaō Transliteration C: eisfoitao Beta Code: ei)sfoita/w

English (LSJ)

pf. -πεφοίτηκα,

   A go often into, ἐς τοὐπτάνιον Ar.Eq. 1033 ; πρὸς τὴν ἄλοχον E.Andr.945 : abs., Lys.Fr.58 : c. acc., κλισίας Q.S.3.433 ; to be imported, of goods, D.C. 43.24, 60.11.

German (Pape)

[Seite 746] oft hineingehen; ἐς τοὐπτάνιον Ar. Equ. 1033; πρός τινα, Eur. Andr. 946 u. Sp.; auch übertr., von Waaren, τὸ ὕφασμα παρ' ἐκείνων καὶ πρὸς ἡμᾶς εἰσπεφοίτηκεν D. Cass. 43, 24.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσφοιτάω: μέλλ. -ήσω, ὑπάγω συχνά, εἰσέρχομαι συχνά, συχνάζω εἴς τι μέρος, ἐσφοιτῶν τ’ ἐς τοὐπτάνιον κτλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1033· πρός τινα Εὐρ. Ἀνδρ. 945· - ἐπὶ ἐμπορευμάτων, εἰσάγομαι, ἔρχομαι, τοῦτο τὸ ὕφασμα... παρ’ ἐκείνων καὶ πρὸς ἡμᾶς ἐσπερφοίτηκεν Δίων Κ. 43, 24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 s’introduire ou venir fréquemment dans ou chez;
2 être importé en parl. de marchandises.
Étymologie: εἰς, φοιτάω.