κατισχύω: Difference between revisions

From LSJ

φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find

Source
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατισχύω''': μέλλ. -ύσω, διὰ τῆς ἰσχύος [[καταβάλλω]] τινά, νικῶ, τινὰ Διόδ. 1. 39, κτλ.· κ. τινὸς σοφίᾳ Αἰλ. π. Ζ. 5. 19· κ. τινός, [[ἰσχύω]] [[ἐναντίον]] τινός, [[ὑπερισχύω]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 18.- Παθ., ἡττῶμαι, καταβάλλομαι, Διόδ. 1. 71, κτλ. 2) ἀπολ., νικῶ, [[ὑπερισχύω]], Πολύβ. 3. 4, 6, κτλ.· κατ. πλήθει, εἶμαι [[ἀνώτερος]] κατὰ…, ὁ αὐτ. 41. 13, 3· κ. ἡ [[θερμότης]], ὑπερισχύει, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 7· ἡ [[φήμη]] Ἀντιγ. Καρυστ. Ἀποσπ. 167. ΙΙ. [[ἔρχομαι]] εἰς πλήρη ἰσχὺν ἢ [[σθένος]], [[δέμας]] κατίσχυσεν, ἰσχυρόν, ἀκμαῖον ἐγένετο (ὡς τὸ ἁπλοῦν [[ἰσχύω]]), Σοφ. Ο. Κ. 346. ΙΙΙ. μεταβ., [[ἐνισχύω]], ἰσχὺν [[παρέχω]], ἐνδυναμώνω τινά, τὴν στάσιν Διον. Ἁλ. 6. 65. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἐν λέξ. [[ἰσχύω]]).
|lstext='''κατισχύω''': μέλλ. -ύσω, διὰ τῆς ἰσχύος [[καταβάλλω]] τινά, νικῶ, τινὰ Διόδ. 1. 39, κτλ.· κ. τινὸς σοφίᾳ Αἰλ. π. Ζ. 5. 19· κ. τινός, [[ἰσχύω]] [[ἐναντίον]] τινός, [[ὑπερισχύω]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 18.- Παθ., ἡττῶμαι, καταβάλλομαι, Διόδ. 1. 71, κτλ. 2) ἀπολ., νικῶ, [[ὑπερισχύω]], Πολύβ. 3. 4, 6, κτλ.· κατ. πλήθει, εἶμαι [[ἀνώτερος]] κατὰ…, ὁ αὐτ. 41. 13, 3· κ. ἡ [[θερμότης]], ὑπερισχύει, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 7· ἡ [[φήμη]] Ἀντιγ. Καρυστ. Ἀποσπ. 167. ΙΙ. [[ἔρχομαι]] εἰς πλήρη ἰσχὺν ἢ [[σθένος]], [[δέμας]] κατίσχυσεν, ἰσχυρόν, ἀκμαῖον ἐγένετο (ὡς τὸ ἁπλοῦν [[ἰσχύω]]), Σοφ. Ο. Κ. 346. ΙΙΙ. μεταβ., [[ἐνισχύω]], ἰσχὺν [[παρέχω]], ἐνδυναμώνω τινά, τὴν στάσιν Διον. Ἁλ. 6. 65. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἐν λέξ. [[ἰσχύω]]).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> prendre de la force;<br /><b>2</b> prévaloir, l’emporter : τινός τινι sur qqn en qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἰσχύω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατισχύω Medium diacritics: κατισχύω Low diacritics: κατισχύω Capitals: ΚΑΤΙΣΧΥΩ
Transliteration A: katischýō Transliteration B: katischyō Transliteration C: katischyo Beta Code: katisxu/w

English (LSJ)

fut. -ύσω Ev.Matt.16.18:—

   A overpower, prevail over, τινα Men.Epit.74, Aristeas 21, LXX 2 Ch.8.3, al.; ὅταν ἡ τῆς πείρας ἀκρίβεια -ισχύῃ τὴν τῶν λόγων πιθανότητα D.S.1.39: also c. gen., LXX Je.15.18, Alex.Aphr.in Top.248.19; [τῆς ἐκκλησίας] Ev.Matt.l.c.; τινὸς σοφίᾳ Ael.NA5.19; Ἄρης κ. τῆς Σελήνης Vett. Val.104.10; γενναίας φύσεως Chor.in Rev.Phil.1.57:—Pass., to be worsted, ὑπ' ἔρωτος D.S.1.71; τῇ μάχῃ Id.17.45.    2 abs., have the upper hand, prevail, LXX Ex.17.11, al.; κ. τῷ πλήθει to be superior in... Plb.11.13.3; κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν Ev.Luc.23.23.    b to be prevalent, ὁρμαὶ καὶ ζῆλοι παρά τισι κ. Plb.3.4.6; κατισχυούσης τῆς θερμότητος Thphr. CP6.11.7; κατίσχυκεν ἡ φήμη παρὰ τοῖς πλείστοις Antig.Mir. 152.    II come to one's full strength, δέμας in body, S.OC346, cf. Phld.Rh.1.189 S.    III trans., strengthen, encourage, c. acc., LXX De.1.38, al.; τὰς χεῖράς τινων ib.1 Es.7.15; οὐδετέραν τῶν στάσεων D.H.6.65.

German (Pape)

[Seite 1402] zu Kräften kommen; κατίσχυσεν δέμας Soph. O. C. 347; Einem an Kraft überlegen sein, überwältigen, besiegen; absolut, neben ἐπικρατέω, Pol. 3, 4, 6; κατίσχοον καὶ τῷ πλήθει καὶ ταῖς εὐχειρίαις 11, 13, 3; κατίσχυον τὰ διαβούλια, sie drangen durch, 6, 51, 6; περί τινος 4, 31, 2; – τινὸς σοφίᾳ Ael. H. A. 5, 19; – τινά, Sp., wie D. Sic. 1, 39; στάσιν, verstärken, Dion. Hal. 6, 65; bes. LXX; – pass. besiegt werden, τῇ μάχῃ κατισχύεσθαι D. Sic. 17, 45; ὑπ' ἔρωτος 1, 71.

Greek (Liddell-Scott)

κατισχύω: μέλλ. -ύσω, διὰ τῆς ἰσχύος καταβάλλω τινά, νικῶ, τινὰ Διόδ. 1. 39, κτλ.· κ. τινὸς σοφίᾳ Αἰλ. π. Ζ. 5. 19· κ. τινός, ἰσχύω ἐναντίον τινός, ὑπερισχύω, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 18.- Παθ., ἡττῶμαι, καταβάλλομαι, Διόδ. 1. 71, κτλ. 2) ἀπολ., νικῶ, ὑπερισχύω, Πολύβ. 3. 4, 6, κτλ.· κατ. πλήθει, εἶμαι ἀνώτερος κατὰ…, ὁ αὐτ. 41. 13, 3· κ. ἡ θερμότης, ὑπερισχύει, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 7· ἡ φήμη Ἀντιγ. Καρυστ. Ἀποσπ. 167. ΙΙ. ἔρχομαι εἰς πλήρη ἰσχὺν ἢ σθένος, δέμας κατίσχυσεν, ἰσχυρόν, ἀκμαῖον ἐγένετο (ὡς τὸ ἁπλοῦν ἰσχύω), Σοφ. Ο. Κ. 346. ΙΙΙ. μεταβ., ἐνισχύω, ἰσχὺν παρέχω, ἐνδυναμώνω τινά, τὴν στάσιν Διον. Ἁλ. 6. 65. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἐν λέξ. ἰσχύω).

French (Bailly abrégé)

1 prendre de la force;
2 prévaloir, l’emporter : τινός τινι sur qqn en qch.
Étymologie: κατά, ἰσχύω.