τριάζω: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τριάζω''': μέλλ. -άσω, καὶ [[τριάσσω]], μέλλ. -ξω· ([[τρία]]). Νικῶ, εἶμαι [[νικητής]], [[κυρίως]] ἐπὶ παλαιστοῦ [[ὅστις]] δὲν ἐλογίζετο [[νικητής]], ἐὰν μὴ κατέβαλλε τρὶς τὸν ἀντίπαλόν του ἢ ἂν μὴ ἐνίκα αὐτὸν διὰ τριῶν παλαισμάτων, δηλ. τεχνασμάτων παλαιστικῶν, «τριαχθῆναι λέγουσιν οἱ παλαιστρι[τι]κοὶ ἀντὶ τοῦ τρὶς πεσεῖν, ἢ τὸ τρὶς τροχάσαντα (Φώτ. στοχάσαντα) νικηθῆναι... [[οὕτως]] Θουγενίδης ἐν Δικασταῖς» Σουΐδ., Φώτ. ἐν λέξ. τριαχθῆναι, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 338 (ἔνδα ἴδε Σχόλ.), Εὐμ. 58, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 13, Ἀνθ. Π. 11. 316, Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 256Κ· οὕτω, διὰ τριῶν ἀπόλλυμαι, εἶμαι χαμένος, Εὐρ. Ὀρ. 434. ΙΙ. [[πολλαπλασιάζω]] ἐπὶ [[τρία]], [[τριπλασιάζω]], Ἀρχ. Ἀριθμ. (Ἐντεῦθεν [[τριακτήρ]], τριακτός, [[ἀτρίακτος]], [[ἀποτριάζω]]). | |lstext='''τριάζω''': μέλλ. -άσω, καὶ [[τριάσσω]], μέλλ. -ξω· ([[τρία]]). Νικῶ, εἶμαι [[νικητής]], [[κυρίως]] ἐπὶ παλαιστοῦ [[ὅστις]] δὲν ἐλογίζετο [[νικητής]], ἐὰν μὴ κατέβαλλε τρὶς τὸν ἀντίπαλόν του ἢ ἂν μὴ ἐνίκα αὐτὸν διὰ τριῶν παλαισμάτων, δηλ. τεχνασμάτων παλαιστικῶν, «τριαχθῆναι λέγουσιν οἱ παλαιστρι[τι]κοὶ ἀντὶ τοῦ τρὶς πεσεῖν, ἢ τὸ τρὶς τροχάσαντα (Φώτ. στοχάσαντα) νικηθῆναι... [[οὕτως]] Θουγενίδης ἐν Δικασταῖς» Σουΐδ., Φώτ. ἐν λέξ. τριαχθῆναι, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 338 (ἔνδα ἴδε Σχόλ.), Εὐμ. 58, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 13, Ἀνθ. Π. 11. 316, Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 256Κ· οὕτω, διὰ τριῶν ἀπόλλυμαι, εἶμαι χαμένος, Εὐρ. Ὀρ. 434. ΙΙ. [[πολλαπλασιάζω]] ἐπὶ [[τρία]], [[τριπλασιάζω]], Ἀρχ. Ἀριθμ. (Ἐντεῦθεν [[τριακτήρ]], τριακτός, [[ἀτρίακτος]], [[ἀποτριάζω]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">2</span>multiplier par trois, tripler.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
(pres. only in compd. ἀπο-), aor.
A ἐτρίασα Theo Sm., Iamb. (v. infr.), and τρῐάσσω, EM765.37, Att. τριάττω Zonar.:—conquer, vanquish, properly of a wrestler, who did not win until he had thrice thrown his adversary, or conquered him in three bouts (παλαίσματα), τριαχθῆναι Thugen.1, cf. Suid. (Hence τριακτήρ, ἀτρίακτος, ἀποτριάζω.) II multiply by three, Theo Sm.p.29 H., Iamb.in Nic. p.60 P.
Greek (Liddell-Scott)
τριάζω: μέλλ. -άσω, καὶ τριάσσω, μέλλ. -ξω· (τρία). Νικῶ, εἶμαι νικητής, κυρίως ἐπὶ παλαιστοῦ ὅστις δὲν ἐλογίζετο νικητής, ἐὰν μὴ κατέβαλλε τρὶς τὸν ἀντίπαλόν του ἢ ἂν μὴ ἐνίκα αὐτὸν διὰ τριῶν παλαισμάτων, δηλ. τεχνασμάτων παλαιστικῶν, «τριαχθῆναι λέγουσιν οἱ παλαιστρι[τι]κοὶ ἀντὶ τοῦ τρὶς πεσεῖν, ἢ τὸ τρὶς τροχάσαντα (Φώτ. στοχάσαντα) νικηθῆναι... οὕτως Θουγενίδης ἐν Δικασταῖς» Σουΐδ., Φώτ. ἐν λέξ. τριαχθῆναι, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 338 (ἔνδα ἴδε Σχόλ.), Εὐμ. 58, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 13, Ἀνθ. Π. 11. 316, Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 256Κ· οὕτω, διὰ τριῶν ἀπόλλυμαι, εἶμαι χαμένος, Εὐρ. Ὀρ. 434. ΙΙ. πολλαπλασιάζω ἐπὶ τρία, τριπλασιάζω, Ἀρχ. Ἀριθμ. (Ἐντεῦθεν τριακτήρ, τριακτός, ἀτρίακτος, ἀποτριάζω).
French (Bailly abrégé)
2multiplier par trois, tripler.
Étymologie: τρεῖς.