μορτίτης: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(25) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μορτίτης''': ὁ, γεωργὸς καλλιεργῶν ξένην γῆν καὶ πληρώνων εἰς τὸν ἰδιοκτήτην ἓξ εἰς τὰ [[δέκα]], ἀντίθετ. τῷ χωροδότης, μεταγεν., ἴδε Δουκάγγ. | |lstext='''μορτίτης''': ὁ, γεωργὸς καλλιεργῶν ξένην γῆν καὶ πληρώνων εἰς τὸν ἰδιοκτήτην ἓξ εἰς τὰ [[δέκα]], ἀντίθετ. τῷ χωροδότης, μεταγεν., ἴδε Δουκάγγ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Μ [[μορτίτης]])<br />[[γεωργός]] ο [[οποίος]] καλλιεργεί [[ξένη]] γη καταβάλλοντας στον ιδιοκτήτη ένα [[μέρος]] της εσοδείας, [[επίμορτος]] [[καλλιεργητής]], [[κολλήγας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορτή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οπλ</i>-[[ίτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
μορτίτης: ὁ, γεωργὸς καλλιεργῶν ξένην γῆν καὶ πληρώνων εἰς τὸν ἰδιοκτήτην ἓξ εἰς τὰ δέκα, ἀντίθετ. τῷ χωροδότης, μεταγεν., ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
ο (Μ μορτίτης)
γεωργός ο οποίος καλλιεργεί ξένη γη καταβάλλοντας στον ιδιοκτήτη ένα μέρος της εσοδείας, επίμορτος καλλιεργητής, κολλήγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορτή + κατάλ. -ίτης (πρβλ. οπλ-ίτης)].