Μινύαι: Difference between revisions
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Μῐνύαι''': οἱ, [[γενεά]] τις εὐγενῶν ἐν Ὀρχομενῷ, Ἡρόδ. 1. 146, Πίνδ.· καθ’ ἑνικ., ὡς [[ἥρως]] τις ἢ [[θεός]], Ἑρμῇ καὶ Μινύᾳ Ἐπιγραφ. Ὀρχομ. παρὰ Keil σ. 77· - ἐπίθ., Μινύειος, α, ον, ὁ εἰς τοὺς Μινύας ἀνήκων, Ὀρχομενὸς Μ. Ἰλ. Β. 511· Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] Μινυήϊος Λ. 721, Ὀδ. Λ. 283, Ἡσ.· ἀνώμαλ. θηλ. Μινυηΐς, ίδος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 233· - ἴδε Μυλλέρου Orchomenos und die Minyer. | |lstext='''Μῐνύαι''': οἱ, [[γενεά]] τις εὐγενῶν ἐν Ὀρχομενῷ, Ἡρόδ. 1. 146, Πίνδ.· καθ’ ἑνικ., ὡς [[ἥρως]] τις ἢ [[θεός]], Ἑρμῇ καὶ Μινύᾳ Ἐπιγραφ. Ὀρχομ. παρὰ Keil σ. 77· - ἐπίθ., Μινύειος, α, ον, ὁ εἰς τοὺς Μινύας ἀνήκων, Ὀρχομενὸς Μ. Ἰλ. Β. 511· Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] Μινυήϊος Λ. 721, Ὀδ. Λ. 283, Ἡσ.· ἀνώμαλ. θηλ. Μινυηΐς, ίδος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 233· - ἴδε Μυλλέρου Orchomenos und die Minyer. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῶν ([[οἱ]]) :<br />les Minyes, <i>tribu éol. primit. en Thessalie, postér. près d’Orchomène en Béotie, descendants de Minyas</i>.<br />'''Étymologie:'''. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], οἱ, Minyans, a race of heroes in Orchomenos, Pi.O.14.4, Hdt.1.146; used of the Argonauts, Pi.P.4.69, A.R.1.229, Orph. A.375,al.: in sg. as a hero or god,
A Ἑρμῇ καὶ Μινύᾳ IG7.3218 (Orchom.): —Adj. Μῐνύειος [ῠ], α, ον, Minyan, Ὀρχομενὸς M. Il.2.511, Od.11.284; Ep. Μῐνῠήϊος Il.11.722, Hes.Fr.144.4:—fem. Μῐνῠηΐς, ΐδος, ἡ, A.R.1.233.
Greek (Liddell-Scott)
Μῐνύαι: οἱ, γενεά τις εὐγενῶν ἐν Ὀρχομενῷ, Ἡρόδ. 1. 146, Πίνδ.· καθ’ ἑνικ., ὡς ἥρως τις ἢ θεός, Ἑρμῇ καὶ Μινύᾳ Ἐπιγραφ. Ὀρχομ. παρὰ Keil σ. 77· - ἐπίθ., Μινύειος, α, ον, ὁ εἰς τοὺς Μινύας ἀνήκων, Ὀρχομενὸς Μ. Ἰλ. Β. 511· Ἐπικ. ὡσαύτως Μινυήϊος Λ. 721, Ὀδ. Λ. 283, Ἡσ.· ἀνώμαλ. θηλ. Μινυηΐς, ίδος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 233· - ἴδε Μυλλέρου Orchomenos und die Minyer.
French (Bailly abrégé)
ῶν (οἱ) :
les Minyes, tribu éol. primit. en Thessalie, postér. près d’Orchomène en Béotie, descendants de Minyas.
Étymologie:.