κακόθυμος: Difference between revisions
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
(6_15) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰκόθῡμος''': ον κακῶς διατεθειμένος, Μανέθων 4. 564, Πολέμων ἐν Φυσιονγ. 251. | |lstext='''κᾰκόθῡμος''': ον κακῶς διατεθειμένος, Μανέθων 4. 564, Πολέμων ἐν Φυσιονγ. 251. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[κακόθυμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κακή [[διάθεση]], [[βαρύθυμος]], [[κακόκεφος]], [[άκεφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[κακώς]] διατεθειμένος, ο [[δυσμενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θυμός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλυκύ</i>-<i>θυμος</i>, <i>οξύ</i>-<i>θυμος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A ill-disposed, Man.4.564, Adam.2.24.
German (Pape)
[Seite 1300] übelgesinnt, abgeneigt, Sp., wie Man. 4, 564.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκόθῡμος: ον κακῶς διατεθειμένος, Μανέθων 4. 564, Πολέμων ἐν Φυσιονγ. 251.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κακόθυμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει κακή διάθεση, βαρύθυμος, κακόκεφος, άκεφος
αρχ.
ο κακώς διατεθειμένος, ο δυσμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -θυμος (< θυμός), πρβλ. γλυκύ-θυμος, οξύ-θυμος].