διάφρυκτος: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
(6_15)
(big3_11)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάφρυκτος''': -ον, ([[κύαμος]]) = [[ψῆφος]], [[κλῆρος]], «ὁ γὰρ [[κύαμος]] παρ’ Ἀθηναίοις [[φρυκτός]], ἐλάμβανον δὲ οἱ δικάζοντες τοῦτον ἀντὶ ψῆφου» Ἡσύχ.
|lstext='''διάφρυκτος''': -ον, ([[κύαμος]]) = [[ψῆφος]], [[κλῆρος]], «ὁ γὰρ [[κύαμος]] παρ’ Ἀθηναίοις [[φρυκτός]], ἐλάμβανον δὲ οἱ δικάζοντες τοῦτον ἀντὶ ψῆφου» Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[tostado]] ἄγνου σπέρμα ... διάφρυκτον Philagr. en Aët.11.34, δ. κλῆρος· κύαμος (debido al color de las habas tostadas usadas en algunas votaciones), Hsch.; cf. φρυκτός.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάφρυκτος Medium diacritics: διάφρυκτος Low diacritics: διάφρυκτος Capitals: ΔΙΑΦΡΥΚΤΟΣ
Transliteration A: diáphryktos Transliteration B: diaphryktos Transliteration C: diafryktos Beta Code: dia/fruktos

English (LSJ)

ον,

   A parched, of beans used in voting, Hsch.:—hence δια-φρυκτόω, vote or cast lots, Id., EM271.50, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

διάφρυκτος: -ον, (κύαμος) = ψῆφος, κλῆρος, «ὁ γὰρ κύαμος παρ’ Ἀθηναίοις φρυκτός, ἐλάμβανον δὲ οἱ δικάζοντες τοῦτον ἀντὶ ψῆφου» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ον
tostado ἄγνου σπέρμα ... διάφρυκτον Philagr. en Aët.11.34, δ. κλῆρος· κύαμος (debido al color de las habas tostadas usadas en algunas votaciones), Hsch.; cf. φρυκτός.