εὔφορτος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔφορτος''': -ον, ἐπὶ [[νεώς]], ἡ ἔχουσα ὅσον [[φορτίον]] ἢ [[ἕρμα]] πρέπει νὰ ἔχῃ [[ὅπως]] εὐπλοῇ, εὔφορτοι νᾶες πελαγίτιδες Ἀνθ. Π. 12. 53· - μεταφ., [[καλῶς]] κινούμενος, [[εὐκίνητος]], εὐφόρτοις μελέεσι Ὀππ. Κυν. 1. 85, πρβλ. 4. 447.
|lstext='''εὔφορτος''': -ον, ἐπὶ [[νεώς]], ἡ ἔχουσα ὅσον [[φορτίον]] ἢ [[ἕρμα]] πρέπει νὰ ἔχῃ [[ὅπως]] εὐπλοῇ, εὔφορτοι νᾶες πελαγίτιδες Ἀνθ. Π. 12. 53· - μεταφ., [[καλῶς]] κινούμενος, [[εὐκίνητος]], εὐφόρτοις μελέεσι Ὀππ. Κυν. 1. 85, πρβλ. 4. 447.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> légèrement chargé ; qui porte bien sa charge;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> rapide, agile, léger.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[φόρτος]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔφορτος Medium diacritics: εὔφορτος Low diacritics: εύφορτος Capitals: ΕΥΦΟΡΤΟΣ
Transliteration A: eúphortos Transliteration B: euphortos Transliteration C: eyfortos Beta Code: eu)/fortos

English (LSJ)

ον,

   A well-freighted, well-ballasted, νᾶες AP12.53 (Mel.): metaph., agreeable, gracious, opp. βαρὺς ἐπὶ ταῖς εὐπραγίαις, [στρατηγός] Onos.42.24; μέλη Opp.C.1.85, cf. 4.447.

German (Pape)

[Seite 1106] leicht beladen, νᾶες, gut, schnellsegelnd, Mel. 80 (XII, 53). Bei Opp. Cyn. 1, 85 auch μέλεα, wie 4, 447 γούνατα, leicht beweglich, schnell.

Greek (Liddell-Scott)

εὔφορτος: -ον, ἐπὶ νεώς, ἡ ἔχουσα ὅσον φορτίονἕρμα πρέπει νὰ ἔχῃ ὅπως εὐπλοῇ, εὔφορτοι νᾶες πελαγίτιδες Ἀνθ. Π. 12. 53· - μεταφ., καλῶς κινούμενος, εὐκίνητος, εὐφόρτοις μελέεσι Ὀππ. Κυν. 1. 85, πρβλ. 4. 447.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 légèrement chargé ; qui porte bien sa charge;
2 p. ext. rapide, agile, léger.
Étymologie: εὖ, φόρτος.