ἀφνειός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφνειός''': -όν, καὶ ή, όν, Ἡσ. Ἀποσπ. 39, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 57, κτλ. ([[ἄφενος]]): [[εὔπορος]], [[εὐκατάστατος]], [[πλούσιος]], Ἰλ. Β. 825, κτλ.· εἴς τι [[πρᾶγμα]], [[μετὰ]] γεν., [[ἀφνειός]] βιότοιο Ε. 544· χρυσοῖο τε ἐσθῆτός τε Ὀδ. Α. 165· μετ’ αἰτ., φρένας [[ἀφνειός]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 453· [[μετὰ]] δοτ., ἀφν. ἀρούραις, μήλοις Θεόκρ. 24. 106., 25. 118: ― [[ἄφθονος]], [[ἄγρη]] Ὀππ. Ἁλ. 3. 648· δάκρυα Νόνν. Δ. 2. 156. ― Ἀνώμαλ. ὑπερθ. -έστατος, Ἀντίμαχ. ἐν Ἀποσπ. 72· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ἔχει τὸ ὁμαλὸν συγκριτικὸν καὶ ὑπερθετικόν, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἰλ. Υ. 220. ― Ἐπ. [[λέξις]], ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ. Ἀλλ’ ὁ Πἰνδ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταχειρίζεται τὸν ἰσοδύναμον τύπον ἀφνεός. ἀ, όν, εὑρισκόμενον καὶ παρὰ Θεόγν. 188, 159, Αἰσχύλ. Πέρσ. 3. Ἀποσπ. 96, Σοφ. Ἠλ. 457, Βακχυλ. 1. 172 (ἔκδ. Blass). [ᾱφν- παρ’ Ὁμ.· ᾰφν- παρ’ Αἰσχύλ.· ᾱφνεώτερος παρὰ Σοφ., ἔνθ’ ἀνωτ.· ὁ Θέογν. ἔχει ἀμφότερα ᾱ καὶ ᾰ].
|lstext='''ἀφνειός''': -όν, καὶ ή, όν, Ἡσ. Ἀποσπ. 39, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 57, κτλ. ([[ἄφενος]]): [[εὔπορος]], [[εὐκατάστατος]], [[πλούσιος]], Ἰλ. Β. 825, κτλ.· εἴς τι [[πρᾶγμα]], [[μετὰ]] γεν., [[ἀφνειός]] βιότοιο Ε. 544· χρυσοῖο τε ἐσθῆτός τε Ὀδ. Α. 165· μετ’ αἰτ., φρένας [[ἀφνειός]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 453· [[μετὰ]] δοτ., ἀφν. ἀρούραις, μήλοις Θεόκρ. 24. 106., 25. 118: ― [[ἄφθονος]], [[ἄγρη]] Ὀππ. Ἁλ. 3. 648· δάκρυα Νόνν. Δ. 2. 156. ― Ἀνώμαλ. ὑπερθ. -έστατος, Ἀντίμαχ. ἐν Ἀποσπ. 72· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ἔχει τὸ ὁμαλὸν συγκριτικὸν καὶ ὑπερθετικόν, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἰλ. Υ. 220. ― Ἐπ. [[λέξις]], ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ. Ἀλλ’ ὁ Πἰνδ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταχειρίζεται τὸν ἰσοδύναμον τύπον ἀφνεός. ἀ, όν, εὑρισκόμενον καὶ παρὰ Θεόγν. 188, 159, Αἰσχύλ. Πέρσ. 3. Ἀποσπ. 96, Σοφ. Ἠλ. 457, Βακχυλ. 1. 172 (ἔκδ. Blass). [ᾱφν- παρ’ Ὁμ.· ᾰφν- παρ’ Αἰσχύλ.· ᾱφνεώτερος παρὰ Σοφ., ἔνθ’ ἀνωτ.· ὁ Θέογν. ἔχει ἀμφότερα ᾱ καὶ ᾰ].
}}
{{bailly
|btext=ός <i>ou</i> ή, όν :<br />riche, opulent ; ἀφνειὸς βιότοιο IL riche en ressources pour vivre ; χρυσοῖο OD qui a de l’or en abondance ; ὁ [[ἀφνειός]] homme riche ; <i>en parl. de choses (ville, maison, etc.)</i>;<br /><i>Cp.</i> ἀφνειότερος, <i>Sp.</i> ἀφνειότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἄφενος]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφνειός Medium diacritics: ἀφνειός Low diacritics: αφνειός Capitals: ΑΦΝΕΙΟΣ
Transliteration A: aphneiós Transliteration B: aphneios Transliteration C: afneios Beta Code: a)fneio/s

English (LSJ)

όν, also ή, όν Hes.Fr.134.2, Pi.O.7.1, A.R.1.57, etc.: (ἄφενος):—

   A rich, wealthy, Il.2.825, etc.; in a thing, c. gen., ἀφνειὸς βιότοιο 5.544; χρυσοῖό τε ἐσθῆτός τε Od.1.165 (Comp.): c.acc., φρένας ἀφνειός Hes.Op.455: c. dat., ἀ. ἀρούραις, μήλοις, Theoc.24.108, 25.119; abundant, ἄγρη Opp.H.3.648; δάκρυα Nonn.D.2.156; ., title of Ares in Arcadia, Paus.8.44.7: irreg. Sup. -έστατος Antim. 73: regul. Comp. and Sup., Od. l.c., Il.20.220:—also ἀφνεός, ά, όν, Thgn.188,559, and generally in Lyr. and Trag., Pi.O.1.10, al., B.1.62, al., A.Pers.3 (anap.), Fr.96, S.El.457 (Comp.). [ᾱφν in Hom.; ᾰφν A.; ᾱφνεώτερος in S.l.c.: Thgn. has ᾰ in ll.cc.]

German (Pape)

[Seite 413] όν, Hes. frg. 45 ἀφνειή, wie Ap. Rh. 1, 57 (ἄφενος); bemittelt, reich; oft Hom. u. folgende Dichter, gewöhnlich absolut; ἀφνειότεροι χρυσοῖό τε ἐσθῆτός τε, reicher an Gold u. Kleidern, Od. 1, 165; ἀφνειὸς βιότοιο Iliad. 5, 544; Hes. μήλοισι O. 120; ἀρούραις, μήλοις, Theocr. 24, 106. 25, 118; φρένας 455. Den regelmäßigen superl. hat Hom. Il. 20, 220; ἀφνειέστατος Antimach. 72.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφνειός: -όν, καὶ ή, όν, Ἡσ. Ἀποσπ. 39, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 57, κτλ. (ἄφενος): εὔπορος, εὐκατάστατος, πλούσιος, Ἰλ. Β. 825, κτλ.· εἴς τι πρᾶγμα, μετὰ γεν., ἀφνειός βιότοιο Ε. 544· χρυσοῖο τε ἐσθῆτός τε Ὀδ. Α. 165· μετ’ αἰτ., φρένας ἀφνειός Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 453· μετὰ δοτ., ἀφν. ἀρούραις, μήλοις Θεόκρ. 24. 106., 25. 118: ― ἄφθονος, ἄγρη Ὀππ. Ἁλ. 3. 648· δάκρυα Νόνν. Δ. 2. 156. ― Ἀνώμαλ. ὑπερθ. -έστατος, Ἀντίμαχ. ἐν Ἀποσπ. 72· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ἔχει τὸ ὁμαλὸν συγκριτικὸν καὶ ὑπερθετικόν, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἰλ. Υ. 220. ― Ἐπ. λέξις, ἐν χρήσει ὡσαύτως παρὰ Πινδ. Ἀλλ’ ὁ Πἰνδ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταχειρίζεται τὸν ἰσοδύναμον τύπον ἀφνεός. ἀ, όν, εὑρισκόμενον καὶ παρὰ Θεόγν. 188, 159, Αἰσχύλ. Πέρσ. 3. Ἀποσπ. 96, Σοφ. Ἠλ. 457, Βακχυλ. 1. 172 (ἔκδ. Blass). [ᾱφν- παρ’ Ὁμ.· ᾰφν- παρ’ Αἰσχύλ.· ᾱφνεώτερος παρὰ Σοφ., ἔνθ’ ἀνωτ.· ὁ Θέογν. ἔχει ἀμφότερα ᾱ καὶ ᾰ].

French (Bailly abrégé)

ός ou ή, όν :
riche, opulent ; ἀφνειὸς βιότοιο IL riche en ressources pour vivre ; χρυσοῖο OD qui a de l’or en abondance ; ὁ ἀφνειός homme riche ; en parl. de choses (ville, maison, etc.);
Cp. ἀφνειότερος, Sp. ἀφνειότατος.
Étymologie: ἄφενος.