λιμνοσώματος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(6_17)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λιμνοσώμᾰτος''': -ον, ἔχων τὸ [[σῶμα]] ἐντὸς λίμνης ἢ ἕλους, λ. ἐγχέλεις, ἴδε [[λειοσώματος]].
|lstext='''λιμνοσώμᾰτος''': -ον, ἔχων τὸ [[σῶμα]] ἐντὸς λίμνης ἢ ἕλους, λ. ἐγχέλεις, ἴδε [[λειοσώματος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λιμνοσώματος]], -ον (Α)<br />(για [[ψάρι]]) αυτός που ζει [[μέσα]] σε λίμνες.
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμνοσώμᾰτος Medium diacritics: λιμνοσώματος Low diacritics: λιμνοσώματος Capitals: ΛΙΜΝΟΣΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: limnosṓmatos Transliteration B: limnosōmatos Transliteration C: limnosomatos Beta Code: limnosw/matos

English (LSJ)

ον,

   A marsh-bodied, ἐγχέλεις Eub.37 (s. v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

λιμνοσώμᾰτος: -ον, ἔχων τὸ σῶμα ἐντὸς λίμνης ἢ ἕλους, λ. ἐγχέλεις, ἴδε λειοσώματος.

Greek Monolingual

λιμνοσώματος, -ον (Α)
(για ψάρι) αυτός που ζει μέσα σε λίμνες.