κατάργυρος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_17) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάργῠρος''': -ον, κεκαλυμμένος, κεκοσμημένος μὲ ἄργυρον, ἀσημωμένος, [[κατάργυρος]] [[ὅλος]] ([[ὅπερ]] ὀλίγῳ πρότερον μιᾷ λέξει εἶπεν), [[ὁλάργυρος]] Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 199D, κ. σκευαὶ τῶν ἵππων 148Β· ὀχήματα κ. Πλούτ. 2. 828Ε˙ κ. καὶ κατάχρυσα ζῷα Διοδ. Ἐκλογ. 607, 68. | |lstext='''κατάργῠρος''': -ον, κεκαλυμμένος, κεκοσμημένος μὲ ἄργυρον, ἀσημωμένος, [[κατάργυρος]] [[ὅλος]] ([[ὅπερ]] ὀλίγῳ πρότερον μιᾷ λέξει εἶπεν), [[ὁλάργυρος]] Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 199D, κ. σκευαὶ τῶν ἵππων 148Β· ὀχήματα κ. Πλούτ. 2. 828Ε˙ κ. καὶ κατάχρυσα ζῷα Διοδ. Ἐκλογ. 607, 68. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />argenté.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἄργυρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A covered with silver, silvered, Callix.2, Socr. Rhod.1, J.BJ5.5.3, Plu.2.828e.
German (Pape)
[Seite 1374] mit Silber versehen, versilbert; σκευαί Ath. IV, 148 b; Callixen. ib. V, 199 d u. sonst bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάργῠρος: -ον, κεκαλυμμένος, κεκοσμημένος μὲ ἄργυρον, ἀσημωμένος, κατάργυρος ὅλος (ὅπερ ὀλίγῳ πρότερον μιᾷ λέξει εἶπεν), ὁλάργυρος Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 199D, κ. σκευαὶ τῶν ἵππων 148Β· ὀχήματα κ. Πλούτ. 2. 828Ε˙ κ. καὶ κατάχρυσα ζῷα Διοδ. Ἐκλογ. 607, 68.